Η χώρα μας μετά από μια οκταετή κρίση, ελπίζει πως μπορεί πια να κάνει μια στροφή πέρα από τις μνημονιακές δεσμεύσεις και να ανοίξει τις σελίδες μιας νέας εποχής.
Πέρα από τα ζητήματα πολιτικής φύσης, όπως το ερώτημα αν αυτό είναι εφικτό με ένα πολιτικό σύστημα που ασχολείται με τη σκανδαλολογία, υπάρχουν καθαρά οικονομικής φύσης παράμετροι που δυσκολεύουν το εγχείρημα.
Τα ελλείμματα των περασμένων εποχών έχουν εξαλειφθεί με τίμημα θεόρατους φορολογικούς συντελεστές.
Το ασφαλιστικό έχει ισορροπήσει, με τίμημα ασφαλιστικές εισφορές που πνίγουν τους ασφαλισμένους.
Το αποτέλεσμα είναι πλήρης αποεπένδυση στη χώρα μας, την ώρα που οι άλλες χώρες επενδύουν στο μέλλον τους.
Ο κίνδυνος είναι εμφανής: μήπως όταν συνειδητοποιήσουμε πως δεν επαληθεύονται πλέον αυτές οι απαιτητικές προβλέψεις, επιστρέψουμε στα ελλείμματα και τις συνήθειες του χθες;
Τα διλήμματα είναι καίρια.
Μπορούμε να αναπτυχθούμε ή θέλουμε ελάφρυνση χρέους;
Επαρκούν οι μεταρρυθμίσεις που έχουμε κάνει ή χρειαζόμαστε περισσότερες;
Φτάσαμε στο τέλος ή μπαίνουμε σε νέο φαύλο κύκλο;
Ένα είναι σίγουρο. Έχουμε ανάγκη από υψηλούς ρυθμούς της τάξης του 3,5% με 4,5% αν θέλουμε να βγάλουμε από τον κοινωνικό αποκλεισμό τους χιλιάδες ανέργους, αν θέλουμε να δημιουργήσουμε τις εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας που χρειάζονται.
Το τρίπτυχο χρέος – πλεόνασμα – επενδύσεις μαζί με τη λειτουργία της δικαιοσύνης, του κράτους, του ασφαλιστικού και φορολογικού συστήματος αποτελεί τον πυρήνα του αναπτυξιακού ζητήματος.
Στη μελέτη – πρόταση που συντάξαμε με τους Ν. Χριστοδουλάκη και Μ. Νεκτάριο υπό την αιγίδα του ΔιαΝΕΟσις τεκμηριώνουμε την άποψη πως η αποκλιμάκωση του χρέους μέσω υψηλών πλεονασμάτων είναι πρακτικά ανεφάρμοστη και σε κάθε περίπτωση θα διατηρούσε την Ελλάδα στην παρούσα υφεσιακή δίνη με το χρέος να παραμένει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα για τα επόμενα 20 έτη. Προτείνουμε συνεπώς, περιορισμό των πλεονασμάτων και διοχέτευση της διαφοράς σε παραγωγικές επενδύσεις ώστε να τονωθεί η ανάπτυξη.
H πρόταση συνολικά οδηγεί σε αύξηση στα επίπεδα άνω του 3% του αναμενόμενου ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, στην αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους κοντά στο 100% του ΑΕΠ μετά τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, στη μείωση της ανεργίας στο 7,3% σε 10 έτη μέσω της δημιουργίας 350.000 νέων θέσεων εργασίας περισσότερων από όσες θα δημιουργούνταν υπό τις σημερινές πολιτικές. Παράλληλα διαμορφώνεται ένα βιώσιμο ασφαλιστικό με αποθεματικά ύψους 50 δις ευρώ ως το 2030.
Κάθε ένα από τα προτεινόμενα μέτρα μοχλεύει τις επενδύσεις και συμβάλλει στην αποκλιμάκωση και την μετατροπή μέρους του δημοσίου χρέους σε εσωτερικό.
Ειδικότερα, στο φορολογικό η σύγκλιση με τους μέσους ευρωπαϊκούς όρους πραγματοποιήθηκε με κάποιους από τους υψηλότερους συντελεστές στην Ευρώπη, με σχετικά περιορισμένη φορολογική βάση και με μια σειρά παθογενειών και ασυμμετριών στο φορολογικό σύστημα. Με άλλα λόγια κερδίσαμε το στοίχημα της αποτελεσματικότητας την ίδια ώρα που χάναμε αυτό της δικαιοσύνης.
Προτείνουμε λοιπόν μια σειρά παρεμβάσεων που ενισχύουν επενδύσεις και απασχόληση και ταυτόχρονα αμβλύνουν τις ασυμμετρίες και τις παθογένειες του συστήματος. Το κάνουμε αυτό χωρίς νέα μέτρα λιτότητας. Αυτό που χρειάζεται είναι μια δημοσιονομικά ουδέτερη παρέμβαση που θα περιορίζει τις κλίμακες και θα μειώνει τους συντελεστές.
Για τα εισοδήματα μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων και αγροτών προτείνουμε την εφαρμογή ενός κεντρικού συντελεστή 20% με μέγιστο στα 30% από τα 50.000 ευρώ. Με αυτόν τον τρόπο ακυρώνουμε το δίλημμα μισθωτή εργασία ή αυτοαπασχόληση.
Ο φόρος των επιχειρήσεων τίθεται στο 20%, απελευθερώνοντας επενδυτικούς πόρους για την ιδιωτική οικονομία. Είναι ενδιαφέρον πως επειδή συγκλίνουν στην πρότασή μας από τη μία μεριά ο φόρος των επιχειρήσεων και από την άλλη το κόστος ενός εργαζομένου (οι εισφορές του), μειώνεται το κίνητρο για τη μαύρη εργασία καθώς τυχόν κέρδη του εργοδότη από την αδήλωτη εργασία, θα καταβάλλονται ως φόρος εισοδήματος.
Τέλος, στον ΦΠΑ εισάγουμε ενιαίο κεντρικό συντελεστή 20% για την πλειονότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών με ταυτόχρονη μεταφορά των προϊόντων που σήμερα είναι στο 6% σε έναν νέο μειωμένο συντελεστή ύψους 10%, ο οποίος θα περιλαμβάνει για λόγους ανταγωνιστικότητας και τον τουριστικό κλάδο.
Δεδομένου πως δε θέλουμε να πάρουμε χρήματα μέσω της φορολογίας από την εθνική οικονομία, περιορίζουμε φορολογικές στρεβλώσεις και θεμελιώνουμε μόνιμα μέτρα κοινωνικής προστασίας. Προτείνουμε περιορισμό του ΕΝΦΙΑ και των χαμηλών τεκμηρίων, κατάργηση των τελών επιτηδεύματος και των χρεώσεων των ΥΚΩ στο λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος.
Αυτές οι προτάσεις θα ήταν ελλιπείς χωρίς βελτιώσεις και απλοποιήσεις στη φορολογική διοίκηση. Μέτρα που έχουν καθυστερήσει όπως η ενιαία είσπραξη φορολογικών και ασφαλιστικών πληρωμών, η υποχρεωτική χρήση ηλεκτρονικής τιμολόγησης και κλειστής αποθήκης, η αντικατάσταση της φορολογικής ενημερότητας με ένα σύστημα αυτόματων ρυθμίσεων και η πλήρης κατάργηση κάθε λόγου για μετάβαση στη ΔΟΥ μέσω των νέων τεχνολογιών, κρίνονται απαραίτητα.
Συνολικά το φορολογικό σκέλος της πρότασης συμπληρώνει τον στόχο της αύξησης των επενδύσεων και του αναπτυξιακού άλματος, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών και το διαθέσιμο εισόδημα νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα, μετριάζει τις υφεσιακές επιπτώσεις από τα ήδη ψηφισμένα κυβερνητικά μέτρα λιτότητας.
Η αβεβαιότητα για το μέλλον της χώρας μας αποθαρρύνει τις επενδύσεις και στερεί δουλειές και μέλλον από τους πολίτες μας. Μόνο ολοκληρωμένες παρεμβάσεις όπως αυτή που προτείνουμε, έχουν τη δυνατότητα να βγάλουν τη χώρα μας γρήγορα από το τέλμα στασιμότητας στο οποίο φαίνεται να οδεύει.