Οι καταγγελίες της εισαγγελέως κας Ράικου, ιδωμένες με ψύχραιμη πια ματιά, προκαλούν μια σειρά από ερωτήματα.
Πρώτον, σε περίπτωση που έχει στοιχεία που μπορούν να στοιχειοθετήσουν καταγγελίες, για ποιο λόγο παραιτήθηκε πριν τις απαγγείλει; Όφειλε να ολοκληρώσει την έρευνά της και να μην επιτρέψει πιθανή συγκάλυψη.
Δεύτερον, η διάκριση των εξουσιών επιβάλλει πως οφείλει να απαντά μόνο στη συνείδησή της. Να μην επιζητά τη στήριξη της εκτελεστικής εξουσίας ούτε να φοβάται πιθανή σύγκρουση μαζί της. Ο ελληνικός λαός στηρίζει κάθε δημόσιο λειτουργό που υπηρετεί το καθήκον του.
Τρίτον, η κυβέρνηση, σαν τη γυναίκα του Καίσαρα, δεν αρκεί να είναι, πρέπει και να φαίνεται τίμια. Συνεπώς οφείλει έστω και τώρα να στηρίξει τη λειτουργό και την έρευνά της. Η σιωπή της την καθιστά ύποπτη.
Τέταρτον, δημοσιεύματα που στοχοποιούν λειτουργούς της δικαιοσύνης θα έπρεπε να ερευνώνται άμεσα από την ίδια τη Δικαιοσύνη για να προστατεύσει τα μέλη της αλλά και το κύρος της. Δεν επιτρέπονται σκιές σε τέτοια ζητήματα. Σε περίπτωση δε που αποδειχτούν αναληθή τότε ο πέλεκυς της θα πρέπει να στρέφεται αμείλικτος στους δημοσιογράφους που τα διακινούν.
Η διαφθορά έχει ταλανίσει τη χώρα μας και είναι σημαντικός γενεσιουργός παράγοντας της σημερινής κατάστασης.
Είναι πάγια θέση μου πως η σημερινή αιμομικτική σχέση εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας καθώς και η μειονεκτική θέση της δικαστικής, η έλλειψη ουσιαστικής διάκρισης εξουσιών δηλαδή, δεν επιτρέπει τη ριζική αντιμετώπιση της διαφθοράς.
Χρειαζόμαστε ενίσχυση των θεσμών και του σεβασμού σε αυτούς. Κάθε ενέργεια και πράξη όλων μας πρέπει να στοχεύει σε αυτό. Όταν αφήνονται να αιωρούνται τέτοιες διαλυτικές υπόνοιες για το ρόλο των εξουσιών, δεν πρέπει να απορούμε για την αδυναμία μας να ορθοποδήσουμε.
Δεν έχουμε την πολυτέλεια να ολιγωρούμε άλλο.