Καθώς διανύουμε ημερολογιακά τουλάχιστον τις πρώτες μέρες του Φθινοπώρου μπαίνουμε πια στο δρόμο της τρίτης αξιολόγησης, δρόμος που φαίνεται να είναι στρωμένος με αγκάθια.
Έχοντας πια μεσολαβήσει μια αξιολόγηση και μια έκδοση ομολόγου, η κυβέρνηση προσέρχεται σε αυτή τη διαπραγμάτευση προβάλλοντας ως ένα από τα όπλα στη φαρέτρα της την επιτυχία της στην απόδοση των φορολογικών εσόδων προκειμένου να πείσει για τη μη αναγκαιότητα λήψης νέων μέτρων ή πρόωρης εφαρμογής του νέου αφορολόγητου ορίου. Ποια είναι όμως η πραγματικότητα;
Το 2016 η φοροκαταιγίδα των ψηφισθέντων νέων φόρων οδήγησε σε αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 9,16% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αυτή η απόδοση συνέβαλλε καθοριστικά στη διαμόρφωση πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 4,19% για αυτό το έτος.
Και τα δύο διαφημίστηκαν από την κυβέρνηση ως απόδειξη της επιτυχίας του κυβερνητικού σχεδιασμού. Ειδικά για τα φορολογικά έσοδα η κυβέρνηση έκανε λόγο για την αποτελεσματικότητα των φορολογικών μηχανισμών στο μέτωπο πάταξης της φοροδιαφυγής, για την αυξημένη συμμόρφωση, για τις επιτυχίες των ελέγχων.
Η επικοινωνιακή διαχείριση της οικονομικής ασφυξίας που δημιούργησε η δημοσιονομική υπερ-απόδοση προβάλλεται ως νίκη στο μέτωπο ενάντια στη φοροδιαφυγή και μοχλός άμυνας απέναντι σε νέες δημοσιονομικές απαιτήσεις εκ μέρους των πιστωτών.
Ποια είναι όμως η μεγάλη εικόνα στα έσοδα το 2017; Είναι διατηρήσιμη η απόδοση του 2016 ή αποτέλεσε ένα εξαιρετικό γεγονός που η πραγματικότητα στην ιδιωτική οικονομία δεν επιτρέπει την επανάληψή του;
Η επιφανειακή αυτή επιτυχία οφείλεται στην υπερ-συγκράτηση δαπανών και όχι στα φορολογικά έσοδα. Τα φορολογικά έσοδα το 7μηνο παρουσιάζουν ελάχιστη απόκλιση από τις προβλέψεις του ΜΠΔΣ, δημιουργώντας μια εικόνα διατήρησης σε αυτό το μέτωπο.
Όμως μια πιο προσεκτική ανάλυση της σύνθεσης αυτού του αποτελέσματος καταδεικνύει μια πιο ανησυχητική εικόνα από αυτήν που επιθυμεί να μεταδώσει το κυβερνητικό αφήγημα.
Οι πρόσθετες εισπράξεις από την παραχώρηση των περιφερειακών αεροδρομίων ανήλθαν στα 296 εκατ. ευρώ, εισπράξεις που δεν συμπεριλαμβάνονται στις προβλέψεις του ΜΠΔΣ. Επιπροσθέτως οι εισπραχθέντες φόροι παρελθόντων ετών εμφανίζονται ενισχυμένοι κατά 235 εκατ. ευρώ σε σχέση με τις προβλέψεις. Ουσιαστικά, αυτά τα 235 εκατ. ευρώ αποτελούν επιδότηση των τρεχόντων εσόδων από προηγούμενα έτη και δε μπορούν να συνυπολογίζονται στην απόδοση του 2017. Με πολύ συντηρητικές γραμμικές εκτιμήσεις από την αύξηση του ΑΕΠ 0,6% το 1ο εξάμηνο του 2017 θα έπρεπε να περιμένουμε μια αύξηση των εσόδων κατά 280 εκ. ευρώ τουλάχιστον. Αντί αυτού παρατηρούμε μια μείωση κατά 100 εκατ. ευρώ.
Αθροίζοντας τα ως άνω δεδομένα συνάγεται πως υπάρχει μια υστέρηση στα έσοδα της τάξεως των 911 εκατ. ευρώ στο 7μηνο. Ποσοστιαία ως προς τις προβλέψεις αυτή η υστέρηση στα τρέχοντα έσοδα είναι της τάξεως του 3,7%, πράγμα που προφανώς είναι αναστρέψιμο αλλά που σηματοδοτεί την κατάρρευση της κυβερνητικής επιχειρηματολογίας περί επιτυχίας στην πάταξη της φοροδιαφυγής.Αν μη τι άλλο το φορολογικό κενό φαίνεται να αυξάνεται αντί να μειώνεται. Αυτή η εικόνα έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά ποσοτικών και ποιοτικών στοιχείων που υπογραμμίζουν από τη μία πως οι φοροδοτικές ικανότητες νοικοκυριών και επιχειρήσεων είναι περιορισμένες και βαίνουν μειούμενες (απόδειξη αυτού η αύξηση κατά 727 εκατ. ευρώ των ληξιπροθέσμων προς το Δημόσιο τον Ιούνιο) και από την άλλη πως η φορολογική συμμόρφωση είναι εξαιρετικά χαμηλή κυρίως ως αποτέλεσμα της έλλειψης ρευστότητας που συνεπάγεται η φορο-επιδρομή των τελευταίων ετών (οι έλεγχοι των θερινών μηνών εξάλλου κατέδειξαν πόσο ευρεία ήταν η φοροδιαφυγή στους τουριστικούς προορισμούς).
Έχω κατά επανάληψη τονίσει πως δημοσιονομική σταθερότητα σημαίνει πάνω από όλα δυνατότητα δημοσιονομικής διατηρησιμότητας. Γίνεται κάθε μήνα που περνάει προφανές πως ο συνδυασμός του συγκεκριμένου ύψους φορολογικών βαρών και στενής φορολογικής βάσης δε μπορεί να εγγυηθεί τα δημοσιονομικά αποτελέσματα για τα οποία έχει δεσμευτεί η ελληνική κυβέρνηση, ούτε συμβάλλει στους στόχους για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η κυβέρνηση αλλά και η αντιπολίτευση με την υποκριτική και κοντόφθαλμη στάση της δεν αξιοποίησαν την ευκαιρία που τους προσφέρθηκε με τη μείωση του αφορολόγητου και την δημιουργία πρόσθετου δημοσιονομικού χώρου. Τα οφέλη των 2 δισ. από την ήδη νομοθετημένη μείωση του αφορολόγητου θα μπορούσαν να κατευθυνθούν προς τη μείωση και απλοποίηση των φορολογικών συντελεστών προς τα επίπεδα του 20% για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Η κυβέρνηση και στη 2η αξιολόγηση επέλεξε να πετάξει τις θυσίες του ελληνικού λαού σε μια σειρά ασύνδετων μέτρων που δεν οδηγούν ούτεσε ενίσχυση των διαθέσιμων εισοδημάτων, ούτε σε αύξηση της απασχόλησης, ούτε σε μείωση της ακραίας φτώχειας.