Ο Χάρης Θεοχάρης, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος και βουλευτής Β’ Αθηνών με TO Ποτάμι, συμμετείχε σήμερα σε εκδήλωση του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, η οποία διοργανώθηκε σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας. Θέμα της εκδήλωσης ήταν: «Το φορολογικό πλαίσιο ως μοχλός ανάπτυξης».
Ο κ. Θεοχάρης ήταν ένας εκ των βασικών ομιλητών στην ενότητα «Φορολογική Πολιτική: Αύξηση εσόδων χωρίς αύξηση φόρων. Πόσο λάθος ήταν το μείγμα φορολογικής πολιτικής των Μνημονίων;». Στην ομιλία του σκιαγράφησε τα βασικά συστατικά στοιχεία της φορολογικής πολιτικής των δύο πρώτων Μνημονίων και τις επιτυχίες αλλά και αποτυχίες. Ακολούθως όμως αναφέρθηκε στο ότι παρά τα διδάγματα του παρελθόντος και το Τρίτο Μνημόνιο ακολουθεί την ίδια «συνταγή», αντιγράφοντας πολλά από τα λάθη των δύο πρώτων. Κατέληξε με την πρότασή του ως προς ένα σωστό μείγμα φορολογικής πολιτικής που πρέπει να στηρίζεται στους άξονες της σταθερότητας, απλοποίησης, δικαιοσύνης και αποτελεσματικότητας.
Διαβάστε παρακάτω το κείμενο της ομιλίας:
“Κατά την περίοδο 2010-2014, στην Ελλάδα είχαμε μια αύξηση των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ της τάξης σχεδόν των τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων (από 32% σε 35,9% σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat). Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με στοιχεία της εισηγητικής έκθεσης του Προϋπολογισμού 2016 η πορεία των φορολογικών εσόδων σε απόλυτους αριθμούς βαίνει μειούμενη: από 48,9δις σύνολο άμεσων και έμμεσων φόρων το 2011, έχουμε εκτίμηση για 42,8 δις το 2015, δηλαδή έχουμε μείωση της τάξης του 12%. Η μείωση προέρχεται κυρίως από την κατάρρευση των έμμεσων φόρων (από 28,6 δις το 2011 σε 23,6% το 2015), ενώ οι άμεσοι είχαν μια πολύ πιο ομαλή πορεία αποτέλεσμα και της φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας (πρώτα ΕΕΤΗΔΕ και μετά ΕΝΦΙΑ). Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, από το 2009 ως το 2014 ο μέσος φορολογικός συντελεστής στο εισόδημα μιας οικογένειας με 2 παιδιά αυξήθηκε κατά 21,2%. Ταυτόχρονα όμως η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά πίσω από τις χώρες του ΟΟΣΑ και της ΕΕ στη σχέση φορολογικών εσόδων/ ΑΕΠ, με τη διαφορά αυτή να είναι πολύ μεγαλύτερη στη σχέση φόρων στο εισόδημα/ΑΕΠ και μικρότερη στη σχέση έμμεσων φόρων/ ΑΕΠ.
Αυτά τα λίγα στοιχεία ως εισαγωγή για να δούμε ότι τα νούμερα είναι πάντα αντικειμενικά, αλλά η ανάγνωσή τους είναι πάντα υποκειμενική. Να σημειώσω επίσης εδώ, ότι στη διεθνή βιβλιογραφία και πολιτική, τα φορολογικά έσοδα περιλαμβάνουν και τις εισφορές της κοινωνικής ασφάλισης, καθώς η επιβάρυνση της εργασίας αποτελεί σκιώδη φορολόγηση εργαζομένων και επιχειρήσεων- πολλώ δε μάλλον στις χώρες όπως η Ελλάδα όπου το σύστημα είναι κυρίως αναδιανεμητικό και λιγότερο ανταποδοτικό.
Το ερώτημα «κατά πόσο ήταν λάθος το μείγμα φορολογικής πολιτικής των μνημονίων» πρέπει να συνοδευτεί και από τους στόχους πολιτικής που υποτίθεται ότι εξυπηρετεί. Πρέπει να συμπληρωθεί λοιπόν η ερώτηση ως εξής:
Κατά πόσο ήταν λάθος το μείγμα φορολογικής πολιτικής…
Α)…ως προς την επίτευξη στόχων του Κρατικού Προϋπολογισμού (αποτελεσματικότητα) ;
Β)…ως προς την επίτευξη των στόχων για ανάπτυξη;
Γ)…ως προς την κοινωνική δικαιοσύνη;
Δ)… ως προς την προηγούμενη κατάσταση/ αναγκαίες μεταρρυθμίσεις;
Οι αποφάσεις ως προς τη φορολογική πολιτική μπορούμε να πούμε πως εξυπηρέτησαν περισσότερο άμεσους στόχους (όπως η σταθεροποίηση και η μείωση των ελλειμμάτων), ενώ τέθηκαν και οι βάσεις για αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και τον εκσυγχρονισμό του φορολογικού μηχανισμού, τα αποτελέσματα των οποίων είναι μακροπρόθεσμα: ψηφιοποίηση και απλοποίηση διαδικασιών, τα πρώτα βήματα για μια ανεξάρτητη φορολογική διοίκηση. Μεσοπρόθεσμα, το μείγμα φορολογικής πολιτικής είχε πολλά μειονεκτήματα που οδήγησαν σε αποτυχίες.
Σκιαγραφώντας το μείγμα πολιτικής των Μνημονίων Ι και ΙΙ μπορούμε να πούμε ότι χαρακτηρίστηκε α) από αύξηση συντελεστών (ΦΠΑ, φόροι εισοδήματος ΝΠ, εισφορών κλπ) στα πρώτα χρόνια και δειλές μειώσεις το 2014, β) καθιέρωση γενικευμένης φορολόγησης περιουσίας, και γ)… πολλές έκτακτες επιβαρύνσεις που τείνουν να γίνουν μόνιμες, με κυριότερη την Εισφορά αλληλεγγύης για τα φυσικά πρόσωπα και την έκτακτη εισφορά στις επιβαρύνσεις.
Σε τι απέτυχε λοιπόν η φορολογική πολιτική τα προηγούμενα χρόνια; Πρώτον, στο να πετύχει την πολυπόθητη σταθερότητα και το χτίσιμο φορολογικής συνείδησης. Για να είμαστε ακριβείς, όλα αυτά τα έκτακτα που έγιναν «τακτικά», μάλλον το αντίθετο αποτέλεσμα έφεραν.
Δεύτερη και πιθανότατα η βασικότερη, η αποτυχία διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, με αποτέλεσμα οι ίδιες κοινωνικές ομάδες (μισθωτοί και συνεπείς επιχειρηματίες) να επωμίζονται διαρκώς όλο και μεγαλύτερα βάρη. Πέρα όμως από τα θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης, η αποτυχία αυτή επηρέασε αρνητικά και την προοπτική εξόδου της χώρας από την κρίση. Το ελληνικό πρόγραμμα Ι και ΙΙ στηρίχτηκε πολύ περισσότερο σε εμπροσθοβαρείς πολιτικές μείωσης της ζήτησης παρά σε ενεργητικές πολιτικές μεταρρυθμίσεων που θα αυξάναν την προσφορά. Δημοσιονομικά, αυτό μεταφράστηκε σε αύξηση συντελεστών, αντί για απλοποίηση του συστήματος, κατάργηση εξαιρέσεων και γρήγορες μεταρυθμίσεις.
Αποτέλεσμα αυτών των αποτυχιών: Η ιδιαίτερη επιβάρυνση της εργασίας (τόσο για τους μισθωτούς, όσο και τους εργοδότες), η δημιουργία σοβαρών αντικινήτρων για αποταμίευση και επένδυση.
Αυτά βέβαια ως προς τα δύο πρώτα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής. Η ιστορία όμως δε σταματάει εδώ. Γιατί να μην ξεχνάμε, ότι και τώρα έχουμε μνημόνιο και θα περίμενε κανείς ότι θα είχαν διδαχθεί οι κυβερνώντες από τα λάθη του παρελθόντος. Αντί για αυτό, έχουμε άλλη μια χαμένη ευκαιρία για μια σωστή μεταρρύθμιση του ΦΠΑ, αγαθά που «μπαίνουν» και «βγαίνουν» από τη λίστα, σκέψεις για αύξηση εργοδοτικών εισφορών, ήδη είχαμε αύξηση στους συντελεστές φορολόγησης των κερδών των επιχειρήσεων. Αναφέρω τέλος ότι συνολικά το 3ο Μνημόνιο οι παρεμβάσεις είναι 4 δις περίπου στο σκέλος των εσόδων για τα έτη 2015 και 2016 και 3 δις στο σκέλος των δαπανών.
Χωρίς σωστό μείγμα φορολογικής πολιτικής δεν πρόκειται να βγούμε από την κρίση. Η αναμόρφωση του φορολογικού και του ασφαλιστικού συστήματος είναι δύο από τα 10 βασικά βήματα που θα μας βγάλουν από την κρίση. Η αναμόρφωση αυτή συνίσταται σε:
Α) Ένας νόμος για το φορολογικό, που να μην χρειαστεί αναθεώρηση τουλάχιστον για 5 ή 10 χρόνια ανάλογα το ζήτημα. Απλές διαδικασίες και κατάργηση όλων των «έκτακτων» επιβαρύνσεων. Εξάλειψη όλων των εξαιρέσεων.
Β) Πλήρης αναμόρφωση του ΦΠΑ με έναν συντελεστή στον οποίο θα υπάγονται όλα τα προϊόντα και έναν υπερμειωμένο για φάρμακα, βιβλία.
Γ) Διορθώσεις στις αντικειμενικές αξίες γεγονός που θα επηρεάσει σημαντικά και θετικά και τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας: το πρόβλημα με τις αντικειμενικές είναι ότι το πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζει ως πολιτκό ένα κατεξοχήν τεχνικό ζήτημα. δεν πρέπει να αντιμετωπίζει όλα τα θέματα ως πολιτικά. Το ζήτημα των αντικειμενικών αξιών, οι οποίες πρέπει να προσεγγίζουν τις εμπορικές, είναι τεχνικό και όχι θέμα φορολογικής πολιτικής. Έχοντας όμως επιλέξει να το ρυθμίζουμε με απόφαση Υπουργού, με συνέπεια να δημιουργούνται στρεβλώσεις, ενώ θα ήταν προτιμότερο να συσταθεί μια Επιτροπή από το Υπουργείο Οικονομικών και την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία θα καθορίζει τις αντικειμενικές αξίες ανά διετία.
Δ) Στοχευμένη παρέμβαση για την ευρύτερη χρήση φόρων με «κοινωνικό πρόσημο» όπως για παράδειγμα τη μείωση της περιβαλλοντικής ρύπανσης ή τη χρήση ΑΠΕ, την αποθάρρυνση της κατανάλωσης επιβαρυντικών προϊόντων, ή την πριμοδότηση της προσφοράς εργασίας, μείωση ενδεχομένως άλλων συντελεστών.
Ε) Αναμόρφωση του ασφαλιστικού σε δύο άξονες: α) δικαιοσύνη μεταξύ γενεών και μεταξύ εργαζόμενων και συνταξιούχων. β) Αποτελεσματικότητα για να μη χρειαστεί σε ένα χρόνο να ξανακόψουμε συντάξεις. Η αύξηση των εισφορών σήμερα, σε ένα χρόνο θα μας κάνει να συζητάμε πάλι το δίλημμα: εισφορές ή συντάξεις.”