Άρθρα

Πού πάνε οι φόροι που πληρώνουμε; – ΤΑ ΝΕΑ

Οι πολίτες πρέπει να αισθανθούν οτι οι θυσίες τους πιάνουν τόπο.

 

Η οικονομική συζήτηση στη χώρα μας μονοπωλείται από δύο ζητήματα: την υπερφορολόγηση και τις υποχρεώσεις μας για πρωτογενή πλεονάσματα.

Το Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, για παράδειγμα,  ανέφερε πως τους πρώτους 7 μήνες του 2018 το πρωτογενές πλεόνασμα είναι σημαντικά ενισχυμένο κατά 600 εκ. φτάνοντας στα 3,1 δις ευρώ. Τα στοιχεία Αυγούστου ήταν ακόμη καλύτερα.

Υπερφορολόγηση αλλά και υπέρογκες εισφορές στηρίζουν το υπερπλεόνασμα στο σκέλος των εσόδων. Χαρακτηριστικά, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης παρουσιάζει πλεόνασμα ύψους 1,1 δις ευρώ στο επτάμηνο.

Απουσιάζει από τη δημόσια συζήτηση το σκέλος των δαπανών και η αποτελεσματικότητά τους. Αυτό είναι λάθος, καθώς το ύψος, η σύσταση και η ποιότητα των δημοσιών δαπανών είναι εξίσου κρίσιμοι παράγοντες για την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και για τις κοινωνικές συνθήκες της χώρας.

Ο κρατικός προϋπολογισμός το 2018 δαπανά 55δις ή το 31% του ΑΕΠ. Μαζί με τις συντάξεις και την υγεία δαπανάμε το 48% του ΑΕΠ. Αυτό είναι υψηλό, όχι όμως και ισχυρή εξαίρεση από το πλαίσιο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τι πετυχαίνουμε με όσα ξοδεύουμε; Περιορίζουμε δραστικά τις συνέπειες της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης; Αμβλύνουμε την εισοδηματική ανισότητα; Δημιουργούμε μοχλό οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης;

Στην πράξη τίποτα από αυτά τα τρία δε συμβαίνει. Όχι γιατί πληρώνουμε τόκους. Τα χρηματοοικονομικά έξοδα καταναλώνουν μόλις το 12,5% του συνόλου των διαθέσιμων δημοσίων κονδυλίων αφού οι δανειστές  μάς δανείζουν φθηνά, πράγμα που θα μετριάζεται σταδιακά όσο βγαίνουμε στα αυξημένα επιτόκια των αγορών.

Μήπως δίνουμε πολλά για επενδύσεις που θα μας φέρουν μελλοντικά ανάπτυξη και πλούτο; Ούτε αυτό δυστυχώς συμβαίνει, αντίθετα με τα συνθήματα της κυβέρνησης. Για το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων έχει διατεθεί μόλις το 4,2% του προϋπολογισμού του 2018. Σε μια πανευρωπαϊκή τάση, η χώρα μας είναι αρνητικός πρωτοπόρος.

Οι κοινωνικές δαπάνες παίρνουν τη μερίδα του λέοντος με 37,7% του προϋπολογισμού. Όμως η ποιότητα των δαπανών και της στρατηγικής του κοινωνικού κράτους είναι επίσης κομβικής σημασίας σε μια χώρα με περιορισμένους πόρους, εκτεταμένη ανεργία και έντονα φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού. Στη χώρα μας όμως, στην καθαρά προνοιακή κοινωνική πολιτική και την περίθαλψη αντιστοιχεί μόλις το 6,1% του συνόλου του προϋπολογισμού.

Η στρατηγική επιλογή των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης να ασκούν κοινωνική πολιτική μέσω των συντάξεων έχει μεν περιορίσει τα σχετικά επίπεδα φτώχειας στην 3η ηλικία, έχει όμως στερήσει πόρους από κρίσιμους τομείς της κοινωνικής πρόνοιας. Οι πόροι για την στήριξη της οικογένειας, για τη στέγαση, για την καταπολέμηση της φτώχειας και της ανεργίας στην Ελλάδα είναι χαμηλότεροι από τους Ευρωπαϊκούς μέσους όρους και δεν αντιστρέφουν την ανισότητα σε ικανοποιητικό βαθμό.

Πού πρέπει να στοχεύσουμε; Πρώτον, όλες οι δαπάνες που είναι πάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο (πχ άμυνα ή συντάξεις) πρέπει να μείνουν σταθερές σε απόλυτο ποσό και συνεπώς να μειωθούν στα Ευρωπαϊκά πρότυπα ως ποσοστό του προϋπολογισμού. Δεύτερον, όλες οι δαπάνες που υπολείπονται να αυξηθούν ώστε σε διάστημα πενταετίας να φτάσουν, ως ποσοστό του ΑΕΠ, τον μέσο Ευρωπαϊκό όρο.

Η αποτελεσματικότητα των δαπανών στη μείωση της φτώχειας, αλλά και στην ποιότητα των κρατικών υπηρεσιών προς τους πολίτες θα δημιουργήσει έναν ενάρετο κύκλο εμπιστοσύνης και θα συμβάλλει  στην εθελοντική συμμόρφωση των πολιτών προς τις υποχρεώσεις τους.

Θα αισθανθούν επιτέλους οι πολίτες πως οι θυσίες τους πιάνουν τόπο.