Του Χάρη Θεοχάρη
Το ζήτημα των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων επιχειρήσεων και τραπεζών προς ταμεία, εφορίες και τράπεζες των αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αναχώματα στην προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Όχι μόνο συντηρεί αλλά και διογκώνει τους 3 σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για την εθνική οικονομία: την εξέλιξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων και κατά συνέπεια τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, τη διατηρησιμότητα των δημοσίων εσόδων και τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Τα μεγέθη στα ληξιπρόθεσμα προς το Δημόσιο, στις οφειλές προς τα Ταμεία και στα κόκκινα δάνεια δεν επιτρέπουν ιδιαίτερη αισιοδοξία. Συγκεκριμένα τα ληξιπρόθεσμα προς το Δημόσιο τον Ιούλιο αυξήθηκαν κατά 2 δισ. ευρώ, προς τα Ταμεία το Β’ Τρίμηνο κατά 823 εκατ. ευρώ, ενώ και στις τράπεζες, το μεγαλύτερο μέρος του περιορισμού των ληξιπροθέσμων προέρχεται από διαγραφές δανείων.
Η πίεση στο μέτωπο των κόκκινων δανείων παρά την επαναδιατύπωση των όρων αδειοδότησης εταιρειών διαχείρισης και την φαινομενική επίτευξη των στόχων για τη μείωσή τους παραμένει μεγάλη.
Αυτή άλλωστε η πίεση εξηγεί και την σπουδή στο θέμα των πλειστηριασμών. Θέμα όμως το οποίο έχει άμεσες κοινωνικές και ανθρωπιστικές προεκτάσεις και κινδυνεύει να τινάξει στον αέρα την κοινωνική συνοχή της χώρας.
Στο πλαίσιο αυτό η επιτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού αναδεικνύεται ως ένας βασικός παράγοντας περιορισμού των αρνητικών συνεπειών της διαδικασίας των πλειστηριασμών. Ο αριθμός των αιτήσεων για ένταξη στη διαδικασία συνηγορεί στην αναγκαιότητα του θεσμού και στην πρόθεση της αγοράς να τον αναδείξει ως εργαλείο για την επίλυση του ασφυχτικού κλοιού που πνίγει όχι μόνο επιχειρήσεις αλλά και νοικοκυριά.
Ακόμα και σήμερα -5 μήνες μετά την ψήφισή του -ο εξωδικαστικός συμβιβασμός κινείται με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς.
Επιπροσθέτως το άκαμπτο πλαίσιο, ο αποκλεισμός κατηγοριών όπως οι ελεύθεροι επαγγελματίες και η πρόβλεψη για ενιαία ρύθμιση όλων ανεξαιρέτως των οφειλών δε βοηθούν στην γρήγορη εφαρμογή του μηχανισμού και την αποκλιμάκωση των ληξιπροθέσμων.
Είναι επείγουσα ανάγκη η καθιέρωση ενός συστήματος μηχανισμών που θα ξεχωρίζει ποιες επιχειρήσεις μπορούν να διασωθούν και ποιες όχι.
Γιατί οι επιχειρήσεις που μπορούν να διασωθούν αποτελούν πλούτο για την Ελλάδα και θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας.
Για έναν αποτελεσματικό και σύγχρονο πλαίσιο συμβιβασμού θα πρέπει:
-Από ένα όριο χρεών και πάνω – τις 500.000 ευρώ –να ακολουθεί δικαστικές διαδικασίες διάσωσης.
-Για τις μεσαίες επιχειρήσεις, να υπάρχει μια ελαφριά δικαστική διαδικασία, όπως αυτή που ισχύει σήμερα.
-Για τους μικρούς επιχειρηματίες και τους ελεύθερους επαγγελματίες – χωρίς κατώτερα όρια και εξαιρέσεις- όλες οι βιώσιμες περιπτώσεις να οδηγούνται σε έναν πραγματικά εξωδικαστικό συμβιβασμό, που να επικεντρώνεται αποκλειστικά σε αυτές τις κατηγορίες.
Μια τέτοια διαδικασία επιβάλλεται να περιλαμβάνει μόνο οφειλές προς τράπεζες, ταμεία και εφορία, να διεκπεραιώνεται με γρήγορες ηλεκτρονικές διαδικασίες,με γενικά κριτήρια και αυτοματοποιημένη διαδικασία αποδοχής από το Δημόσιο,με αξιολόγηση των προτάσεων αναδιάρθρωσης επί τη βάση αυτοματοποιημένων κριτηρίων.
Η επιτυχία ενός τέτοιου πλαισίου συμβιβασμού θα ελαφρύνει την πίεση των πλειστηριασμών, θα επιταχύνει την αποκλιμάκωση του επιπέδου των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων επαγγελματιών και επιχειρηματιών και μαζί με ένα ευνοϊκό και απλοποιημένο ασφαλιστικό και φορολογικό περιβάλλον με χαμηλούς συντελεστές θα συντελέσει στην αναγέννηση της επενδυτικής δραστηριότητας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Δε αρκούν τα ευχολόγια και το να κλείνουμε το μάτι σε νέους επιχειρηματίες. Πρέπει να χαράξουμε σχέδιο και να είμαστε αποτελεσματικοί. Αν δεν το κάνουμε δε θα μπορέσουν οι πράξεις να ακολουθήσουν τα λόγια. Δε θα μπορέσουμε να ξαναφέρουμε πίσω τους νέους μας. Δε θα μπορέσουμε να φύγουμε μπροστά.