Η επίτευξη συμφωνίας την Πρωτομαγιά στην πραγματικότητα ήταν μια πράξη ενός έργου με βέβαιη κατάληξη. Παρόλο που η επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης επιδίωκε να δώσει την εικόνα μιας σκληρής διαπραγμάτευσης, δεν είχαμε παρά την οριστικοποίηση ήδη συμφωνηθέντων μέτρων.
Οι αβεβαιότητες για τους Έλληνες πολίτες όμως συνεχίζουν να υπάρχουν. Όσο και αν η κυβέρνηση προσπαθεί να στρέψει τα φώτα της δημοσιότητας από κρίσιμα στοιχεία, εκθέσεις όπως αυτή του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής αναδεικνύουν το αδιέξοδο στο οποίο μας έχουν φέρει οι διαχρονικές αποτυχίες του πολιτικού προσωπικού στα χρόνια της κρίσης.
Ο τόνος προειδοποίησης που είχαν οι παλαιότερες εκθέσεις του Γραφείου, έχει δώσει τη θέση του σε μια αίσθηση απογοήτευσης. Παραδοχές για την αποτυχία αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου, για την αυξημένη πιθανότητα στασιμότητας διαρκείας, για τον δίχως σταματημό κατήφορο σε μεταποίηση και εξαγωγές υπογραμμίζουν την αποτυχία των προγραμμάτων που εφαρμόσθηκαν στην Ελλάδα.
Ακόμα και για την πολυδιαφημισμένη δημοσιονομική υπεραπόδοση το Γραφείο παραδέχεται κάτι για το οποίο ήδη είχαμε προειδοποιήσει: Στερεί από τη χώρα αναπτυξιακούς πόρους, δίνοντας το άλλοθι σε ξένους παράγοντες να αμφισβητήσουν την ανάγκη χαμηλότερων πλεονασμάτων.
Η στασιμότητα διαρκείας και η ανυπαρξία προοπτικής διεξόδου οδηγεί σε μια κοινωνία που -σύμφωνα με στοιχεία της έκθεσης- το 1/3 των νέων είναι εκτός εργασίας, εκπαίδευσης και κατάρτισης. Η πλειονότητά τους έχει μηδαμινή εργασιακή εμπειρία, η μετανάστευση νέων πτυχιούχων στερεί από την οικονομία 12 δισ. ευρώ ανά έτος, ενώ τα επόμενα χρόνια η αναλογία γεννήσεων – θανάτων θα είναι αρνητική.
Τα δεδομένα για τη μετανάστευση, την ευημερία των νέων και τις πληθυσμιακές προοπτικές της χώρας υπερτονίζουν την ανάγκη για την κατάρτιση ενός δικού μας σχεδίου εξόδου από την κρίση και ανάκτησης της κυριαρχίας μας.