Η Νέα Δημοκρατία δεν φοβάται καμία κρυφή ατζέντα από καμία αντίπαλη παράταξη. Η δική μου πάγια άποψη είναι ότι μόνο οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις είναι αποτελεσματικές, αυτές μπορούν να έχουν άμεσα αντανακλαστικά, να χαρακτηρίζονται από ταχύτητα και τόλμη στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων. Η συνέντευξη μου στην vradini.gr εδώ
«Δεν υπάρχει πρώτη και δεύτερη Κυριακή, όπως δεν υπάρχει περιθώριο επιπολαιότητας και πειραματισμών», τονίζει σε συνέντευξή του στη «Βραδυνή της Κυριακής» ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας και υποψήφιος βουλευτής Νοτίου Τομέα Χάρης Θεοχάρης. Ο κ. Θεοχάρης διαμηνύει ακόμα ότι το κόμμα του δεν φοβάται καμία κρυφή ατζέντα από καμία αντίπαλη παράταξη, υποστηρίζει ότι μόνο οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις είναι αποτελεσματικές, ενώ για το ενδεχόμενο συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ ξεκαθαρίζει ότι η Ν.Δ. δεν συζητά στη βάση που θέτει το ΠΑΣΟΚ και καθιστά μετέωρη τη θέση του πρωθυπουργού.
Έχουμε φτάσει, πλέον, στην τελική ευθεία, γνωρίζουμε την ημερομηνία των εκλογών και η πόλωση έχει «χτυπήσει κόκκινο». Ποια είναι η μεγαλύτερη ανησυχία σας για την κάλπη της 21ης Μαΐου; Η ψήφος διαμαρτυρίας πόσο σας προβληματίζει;
«Αυτό που με ανησυχεί και με θλίβει, ταυτόχρονα, πρωτίστως ως Έλληνα πολίτη, είναι ότι υπάρχουν ηγέτες και κόμματα που επενδύουν ολόκληρο το πολιτικό κεφάλαιό τους σε μία διάχυτη τεχνητή αγανάκτηση. Την ίδια στιγμή, βλέπουμε τι συμβαίνει π.χ. με τα δήθεν προοδευτικά κόμματα που σφυρίζουν αδιάφορα για το θεσμικό αποκλεισμό επικίνδυνων για τη δημοκρατία μας μορφωμάτων, όπως το λεγόμενο “κόμμα Κασιδιάρη”. Όσο για την αποκαλούμενη “ψήφο διαμαρτυρίας”, προφανώς κάθε ψηφοφόρος είναι ελεύθερος να επιλέξει την επόμενη κυβέρνηση με όποιο κριτήριο προτιμά. Ο καθένας μας, όμως, θα πρέπει να έχει συναίσθηση της σοβαρότητας των περιστάσεων και το τι ακριβώς διακυβεύεται με τη δική μας ψήφο. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν υπάρχει πρώτη και δεύτερη Κυριακή, όπως δεν υπάρχει περιθώριο επιπολαιότητας και πειραματισμών».
Με βάση τα σημερινά δεδομένα, από τις εκλογές της απλής αναλογικής δεν θα προκύψει κυβέρνηση. Ανησυχείτε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να έχει κρυφή ατζέντα και να βρεθούμε μπροστά σε μία κυβέρνηση συνεργασίας;
«Η Νέα Δημοκρατία δεν φοβάται καμία κρυφή ατζέντα από καμία αντίπαλη παράταξη. Η δική μου πάγια άποψη είναι ότι μόνο οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις είναι αποτελεσματικές, αυτές μπορούν να έχουν άμεσα αντανακλαστικά, να χαρακτηρίζονται από ταχύτητα και τόλμη στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων. Πιστεύω ακράδαντα πως μία μονοκομματική, συμπαγής κυβέρνηση, με έναν ηγέτη, είναι καλύτερη για τη χώρα, παρά μία κυβέρνηση συνεργασίας – αν και, εν τέλει, αυτό θα το επιλέξει ο ελληνικός λαός με την ψήφο του».
Τι θα μετρήσει περισσότερο στους ψηφοφόρους στην τωρινή συγκυρία; Είναι η απογοήτευση ύστερα και από την τραγωδία των Τεμπών; Είναι η Οικονομία, και κατ’ επέκτασιν η ακρίβεια; Ή η διαρκής σύγκρουση με νοοτροπίες που μας έφτασαν έως εδώ;
«Είναι φανερό ότι η καθημερινότητα των πολιτών είναι το πρώτο και κύριο κριτήριο βάσει του οποίου λαμβάνουν τις αποφάσεις τους. Τα οικονομικά δεδομένα, η αίσθηση για τον προσανατολισμό της χώρας, δηλαδή, αν τα τέσσερα τελευταία χρόνια κινούμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση ή όχι, θα είναι το κύριο κριτήριο. Από εκεί και πέρα, ευρύτερα ζητήματα πιο μακροπρόθεσμης πολιτικής, όπως το δημογραφικό ή άλλα θέματα τα οποία ανησυχούν τους πολίτες, θα παίξουν και αυτά το ρόλο τους – αν και περιορισμένο κατά τη γνώμη μου».
Αν σας ρωτούσε ένας νέος από τους 400.000 που θα ψηφίσουν για πρώτη φορά, γιατί να επιλέξει το κόμμα σας, τι θα του απαντούσατε;
«Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι η μόνη που ασχολήθηκε πραγματικά, σοβαρά και εις βάθος με τα προβλήματα των νέων. Π.χ. από το “πρώτο ένσημο”, που ήταν ένα εξειδικευμένο πρόγραμμα μείωσης των εισφορών των πρωτοεμφανιζόμενων νέων στην αγορά εργασίας, μέχρι τα εξειδικευμένα προγράμματα για την απόκτηση στέγης από νέους ανθρώπους και νέα ζευγάρια. Αυτά, μαζί με δεκάδες ακόμη ευεργετικά μέτρα και κίνητρα για τη νεολαία μας, αποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ. έχει πολιτική για τους νέους».
Αν και από τις δεύτερες εκλογές δεν προκύψει η αυτοδυναμία την οποία έχει ως στόχο η Ν.Δ., θα στραφείτε σε κάποιο κόμμα για να συνεργαστείτε; Και αν ναι, σε ποιο;
«Θεμελιώδης προϋπόθεση για οποιαδήποτε προοπτική συνεργασίας είναι να υπάρχουν συγκεκριμένοι όροι. Ο πρώτος είναι το κοινό πολιτικό πλαίσιο: Εμείς έχουμε δηλώσει ξεκάθαρα πως μόνο με το ΠΑΣΟΚ μπορούμε να συνεννοηθούμε για τη δημιουργία ενός βιώσιμου κυβερνητικού συνασπισμού. Ο δεύτερος όρος είναι να υπάρξει θέληση από αμφότερες τις πλευρές, ώστε να βρεθεί κοινός τόπος στα προγράμματα που θα υλοποιηθούν από την κυβέρνηση. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν συζητάμε στη βάση που θέτει το ΠΑΣΟΚ, καθιστώντας μετέωρη τη θέση του πρωθυπουργού».
Όσο απομακρυνόμαστε από το δυστύχημα στα Τέμπη, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν αργά αλλά σταθερά τη Ν.Δ. να ανοίγει την ψαλίδα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι δημοσκοπήσεις όμως είναι και «φωτογραφία της στιγμής». Τι είναι αυτό που θα σας δώσει ώθηση έτσι ώστε να εξασφαλίσετε ένα καλό ποσοστό εν όψει της δεύτερης κάλπης;
«Εδώ βλέπουμε δύο διεργασίες, δύο τάσεις: η πρώτη μάς δείχνει πως όλο και περισσότερο οι συμπολίτες μας σκέφτονται με ορθολογικά κριτήρια, όχι πλέον μόνο με το θυμικό. Αυτό τους επιτρέπει να απαντήσουν νηφάλια στο ερώτημα για το ποιος είναι σε θέση να διορθώσει αυτά που πήγαν στραβά και φτάσαμε στην τραγωδία. Κατά την άποψή μου, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι μία και είναι ξεκάθαρη: Ικανή να θεραπεύσει τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού Δημοσίου είναι μόνο η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, μόνο ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Συγχρόνως, έχουμε και τις απαντήσεις τις οποίες ζητούν οι πολίτες, σε σχέση με τον τρόπο που θέλουν να κυβερνηθεί η χώρα».
Ποιο θεωρείτε ότι ήταν το μεγαλύτερο λάθος της κυβέρνησής σας και ποιο το μεγαλύτερο «φάουλ» του ΣΥΡΙΖΑ;
«Το μεγαλύτερο λάθος της κυβέρνησής μας είναι πως σε ορισμένες περιπτώσεις συμβιβαστήκαμε σε χρόνους και σε αποτέλεσμα και δεν συγκρουστήκαμε αρκετά έντονα και γρήγορα με τις νοοτροπίες του παρελθόντος, οι οποίες μας έχουν οδηγήσει έως εδώ. Αξιοκρατία, νόμοι οι οποίοι ψηφίστηκαν και δεν εφαρμόστηκαν πλήρως, και άλλες τέτοιες παθογένειες, τις είδαμε να υπάρχουν και σε αυτή τη διακυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά, το μεγαλύτερο σφάλμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι πως, σε ό,τι αφορά στη ρητορική του, επανήλθε στο 2014. Το 2014, ο κ. Τσίπρας υποσχέθηκε τα πάντα, στους πάντες. Και ύστερα από την “περήφανη διαπραγμάτευση”, την πικρή παραδοχή των αυταπατών του, έκανε μία μεγάλη στροφή, και δυστυχώς, αμέσως μετά, το 2019, μετά την απώλεια της kυβέρνησης, επανήλθε στα, μπαγιάτικα πια, συνθήματα του 2014».