Συνέντευξη στην Ελευθερία Καλαμάτας
«Τα συνθήματα ποτέ δεν έφεραν δουλειές. Η κυβέρνηση εξαντλεί τη φαντασία της στη δημιουργία συνθημάτων, όπως η “δίκαιη ανάπτυξη”.
Αραγε, πώς μπορείς να μοιράσεις δίκαια κάτι που δεν υπάρχει;» αναρωτιέται μιλώντας στην “Ε” ο ανεξάρτητος βουλευτής Χάρης Θεοχάρης, πρώην γενικός γραμματέας Δημοσίων Εσόδων.
Οπως επισημαίνει ειδικότερα, «μας λείπει το όραμα – και συγκεκριμένα ένα αναπτυξιακό όραμα», τονίζοντας παράλληλα ότι «χρειάζεται ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης, του οποίου την εκπόνηση και την ιδιοκτησία θα έχει η ελληνική κυβέρνηση». Αλλωστε, όπως σημειώνει, «χωρίς ανάπτυξη περιοριζόμαστε στο να μοιραζόμαστε τη μιζέρια και τη φτώχεια μας».
Τέλος, αναφορικά με τις εξελίξεις στο μέτωπο της Κεντροαριστεράς, ο Χ. Θεοχάρης εκφράζει την εκτίμηση ότι «όχι μόνο η Κεντροαριστερά, αλλά συνολικά το πολιτικό σύστημα έχει ανάγκη μια νέα γενιά ανθρώπων που, μέσα από τις αναγκαίες συναινέσεις και την άρθρωση αποτελεσματικών προτάσεων, θα παραγάγουν το όραμα που έχουμε ανάγκη για να φύγουμε μπροστά».
– Επιλέξατε τον “μοναχικό” δρόμο ενός ανεξάρτητου βουλευτή. Υπό ποιες προϋποθέσεις θα επιχειρούσατε συνεργασία ή σύμπλευση με κάποιο από τα κόμματα του σημερινού Κοινοβουλίου;
«Το ζητούμενο για εμάς τους πολιτικούς είναι να είμαστε κοντά στα προβλήματα της καθημερινότητας του πολίτη. Να προτείνουμε ρεαλιστικές και συνάμα πειστικές λύσεις. Να δώσουμε απαντήσεις στον άνεργο πώς θα βρει δουλειά, στο νέο πώς να μη φύγει από τη χώρα, στον μικρό επιχειρηματία πώς θα κρατήσει ζωντανή την επιχείρησή του, στον αγρότη με ποιες καλλιέργειες θα γίνει ανταγωνιστικός, στα νέα ζευγάρια να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις να αποκτήσουν παιδιά. Να ανακτήσει η χώρα τη χαμένη της αυτοπεποίθηση.
Αυτή τη στιγμή, μας λείπει το όραμα – και συγκεκριμένα ένα αναπτυξιακό όραμα. Μικρή σημασία έχει το σε ποιο κόμμα θα πάει ο Θεοχάρης. Σημασία έχει να είμαστε χρήσιμοι και να μπορέσουμε να ξαναχτίσουμε το αίσθημα της ασφάλειας, αλλά και της πίστης, ότι η χώρα θα ανακτήσει την εθνική της κυριαρχία. Και αυτό θα γίνει αν δημιουργηθούν δουλειές, αν χτυπηθεί η διαφθορά και η γραφειοκρατία, αν κινητοποιήσουμε τις δυνάμεις που διαθέτουμε».
– Πώς βλέπετε το εγχείρημα για τη συγκρότηση ενός νέου κεντροαριστερού πολιτικού φορέα;
«Παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον τη διαδικασία. Εκτιμώ ότι η συμμετοχή θα αποτελέσει ένδειξη για τη δυναμική του νέου εγχειρήματος, και από εκεί και πέρα σίγουρα η πολιτική κατεύθυνση που θα επιλέξει -όπως όλα δείχνουν- ο νέος αρχηγός, και εν τέλει το αποτέλεσμα των εκλογών, θα αποτελέσουν σημαντικές παραμέτρους για την πορεία του νέου φορέα.
Γενικότερα όμως πιστεύω ότι, όχι μόνο η Κεντροαριστερά, αλλά συνολικά το πολιτικό σύστημα έχει ανάγκη μια νέα γενιά ανθρώπων που, μέσα από τις αναγκαίες συναινέσεις και την άρθρωση αποτελεσματικών προτάσεων, θα παραγάγουν το όραμα που έχουμε ανάγκη για να φύγουμε μπροστά. Το ουσιαστικό σπάσιμο του δικομματισμού και η ανάληψη της εξουσίας από μια νεότερη γενιά μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε μια νέα σελίδα».
– Νωρίτερα φέτος παρουσιάσατε μια πρόταση για την “απλοποίηση του φορολογικού συστήματος, με ενοποίηση και μείωση των συντελεστών”, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι “η σημερινή κατάσταση έχει μετατρέψει το φορολογικό σε ιερό δισκοπότηρο”. Δεδομένου ότι έχετε διατελέσει γ.γ. Δημοσίων Εσόδων, πόσο εφικτή βρίσκετε την υλοποίηση μιας τέτοιας πολιτικής, χωρίς σύγκρουση με τις μνημονικές υποχρεώσεις της χώρας μας;
«Η απάντηση στην ερώτησή σας αποτελεί τον πυρήνα της πρότασης για την απλοποίηση του φορολογικού συστήματος με ενοποίηση και μείωση των συντελεστών. Ακριβώς διότι συμβαδίζει με τις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας, είναι πλήρως τεκμηριωμένη και κοστολογημένη, μέσα στο σφικτό πλαίσιο του μνημονίου.
Η απώλεια εσόδων αντισταθμίζεται τόσο από την αύξηση της απασχόλησης όσο και από τη μείωση του αφορολόγητου ορίου. Η κυβέρνηση, δυστυχώς, πράττει τα αντίθετα. Αντί να εκμεταλλευτεί τα επώδυνα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής προκειμένου να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη, επιλέγει έκτακτες παροχές, όπως το εφάπαξ βοήθημα στους συνταξιούχους -που το έλαβαν παρεμπιπτόντως και βουλευτές-, οι οποίες δεν οδηγούν πουθενά. Γι’ αυτό κυνηγάμε τόσα χρόνια την ουρά μας, γι’ αυτό δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την κρίση, όταν οι άλλες χώρες που βρέθηκαν στη θέση μας το έχουν καταφέρει».
– Σε πρόσφατη συνέντευξή σας, δηλώσατε ότι στην οικονομία “υπάρχουν ενδείξεις ανάκαμψης” και ότι “αυτό οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στο ότι η κυβέρνηση έχει συμμορφωθεί στις επιταγές των μνημονίων”. Ωστόσο, σε άλλη συνέντευξή σας υποστηρίζετε, σχετικά με τον προϋπολογισμό, ότι “η κυβέρνηση αντί να αντικρίσει την πραγματικότητα, προτιμά να συνεχίζει μια σειρά αδιέξοδων πολιτικών στη φορολογία, το ασφαλιστικό, τις επενδύσεις, τις αποκρατικοποιήσεις”. Εν τέλει, οι “αδιέξοδες πολιτικές” που διαμορφώνουν την πραγματικότητα, στην οποία αναφέρεστε, αποτελούν επιλογή της κυβέρνησης ή η “συμμόρφωση στις επιταγές των μνημονίων”;
«Μια σειρά οικονομιών δεικτών, όπως η βιομηχανική παραγωγή και οι δείκτες οικονομικής εμπιστοσύνης, δείχνουν σημάδια ανάκαμψης. Πραγματικά η κυβέρνηση αυτή, από το τελευταίο θρανίο, έγινε ο καλύτερος μαθητής των μνημονίων και εφαρμόζει απαρέγκλιτα τις επιταγές των δανειστών.
Παρότι, όμως, οι στόχοι είναι δεδομένοι, ειδικά στο δημοσιονομικό κομμάτι, η κυβέρνηση είχε την ευχέρεια να επιλέξει το μίγμα για την επίτευξή τους. Εκεί που είχε την ελευθερία να διαμορφώσει μια δική της πολιτική, επέλεξε τη συνταγή της υπερφορολόγησης, εξαντλώντας και τα τελευταία αποθέματα δυνάμεων των μικρομεσαίων στρωμάτων.
Η περίπτωση με τη μείωση του αφορολόγητου, ενός σκληρού μέτρου το οποίο δεν αξιοποιούμε για να πυροδοτήσουμε μια αναπτυξιακή έκρηξη και να υπερκαλύψουμε την απώλεια εισοδήματος, είναι χαρακτηριστική της λανθασμένης και αδιέξοδης αντίληψής της».
– Ποιο εκτιμάτε ότι θα είναι το μερίδιο οφέλους για την ελληνική περιφέρεια από την επιδιωκόμενη ανάπτυξη; Θεωρείτε ότι αυτή θα πρέπει να επιτευχθεί με οποιοδήποτε κόστος, ως προς τις εργασιακές σχέσεις και τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος;
«Το περιβάλλον αποτελεί ένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της οικονομίας μας στη νέα εποχή που φιλοδοξούμε να εισέλθουμε. Είναι άμεσα συνδεδεμένο με τους κλάδους του τουρισμού και των υψηλής προστιθέμενης αξίας τροφίμων, οι οποίοι πρέπει να αποτελέσουν τις αιχμές του αναπτυξιακού μας σχεδίου.
Ως εκ τούτου η περιφέρεια, πόσω μάλλον η προικισμένη από τη φύση ευρύτερη περιοχή της Μεσσηνίας, δικαιούται τη μερίδα του λέοντος. Η κυβέρνηση, ωστόσο, εξαντλεί τη φαντασία της στη δημιουργία συνθημάτων, όπως η “δίκαιη ανάπτυξη”.
Αραγε, πώς μπορείς να μοιράσεις δίκαια κάτι που δεν υπάρχει; Πώς η διανομή του πλούτου μπορεί να προηγηθεί της δημιουργίας του;
Για να μιλήσουμε σοβαρά, τα συνθήματα ποτέ δεν έφεραν δουλειές.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι χρειάζεται ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης, του οποίου την εκπόνηση και την ιδιοκτησία θα έχει η ελληνική κυβέρνηση. Ενα σχέδιο που θα φέρνει επενδύσεις και θα δημιουργεί θέσεις εργασίας, και επακολούθως θα δημιουργεί τους απαραίτητους πόρους για τη χρηματοδότηση ενός ισχυρού πλέγματος κοινωνικής προστασίας. Αυτό είναι αναδιανομή του πλούτου, όχι τα συνθήματα.
Οπως το μνημόνιο δεν καταργήθηκε με έναν νόμο, έτσι και οι εργασιακές σχέσεις δεν πρόκειται να βελτιωθούν με έναν νόμο. Χωρίς ανάπτυξη, περιοριζόμαστε στο να μοιραζόμαστε τη μιζέρια και τη φτώχεια μας. Αρα, η ανάπτυξη αποτελεί προϋπόθεση για την οποιαδήποτε δίκαιη λύση – και όχι το αντίστροφο».