Πολλοί είπαν, μετά τη συζήτηση της Δευτέρας στη Βουλή, ότι μοναδικός κερδισμένος ήταν τελικά οι δυνάμεις στα άκρα του πολιτικού συστήματος, αυτές που επιδιώκουν στην έκπτωση της πολιτικής και στην αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος. Συμφωνείται με τις απόψεις αυτές ή θεωρείται πως κάτι περισσότερο μάθαμε για τη διαπλοκή στη χώρα μας και πως εντέλει κάποιος από τους δύο κεντρικούς «μονομάχους»… κάτι κέρδισε;
Αυτό που ενδιαφέρει είναι αν γίναμε σοφότεροι και δυστυχώς δε γίναμε σοφότεροι μετά από αυτή τη συζήτηση. Όσοι άκουσαν τη συζήτηση με ένα ανοιχτό πνεύμα, έβγαλαν το συμπέρασμα ότι πραγματικά χρειάζονται νέες δυνάμεις στον πολιτικό στίβο. Δυνάμεις που θα τραβήξουν μια κόκκινη γραμμή με αυτού του είδους το σάπιο παρελθόν, το οποίο παρακολουθήσαμε να περιγράφεται και να εξελίσσεται μέχρι και την περασμένη Δευτέρα.
Κάποιοι άλλοι, πίσω από το… σκληρό ροκ και προσωπικές αντιπαραθέσεις της Δευτέρας, είδαν μια άτυπη έναρξη της προεκλογικής περιόδου. Εκτιμάτε και εσείς ότι ο πρωθυπουργός ανεβάζει τους τόνους της πολιτικής αντιπαράθεσης γιατί έχει στον σχεδιασμό του, ίσως ως plan b και τις κάλπες, προκειμένου να υπερβεί το «σκόπελο» της δεύτερης αξιολόγησης;
Είναι κοινός τόπος ότι η εξουσία την οποία διαχειρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ και οι σύμμαχοί του οι ΑΝΕΛ είναι πάρα πολύ γλυκιά για να την αφήσουν χωρίς να το σκεφτούν δύο και τρεις φορές. Είναι προφανές ότι αν τα πράγματα έρθουν σε κάποιο αδιέξοδο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων θα μένει πάντοτε ανοικτό ένα ενδεχόμενο προσφυγής στις κάλπες. Όμως αυτό δε θα είναι η πρώτη επιλογή του πρωθυπουργού. Περισσότερο ίσως αξιοποιείται στο μυαλό του ως ένα διαπραγματευτικό χαρτί στις συζητήσεις που κάνει με τους εταίρους και τους δανειστές, πάρα ως μια πραγματική εναλλακτική.
Πώς κρίνετε την απόφαση του Eurogroup να σπάσει στα δύο την υποδόση των 2,8 δισ. ευρώ. Ήταν ένα «καψόνι» συμμόρφωσης στις… υποδείξεις ή ένα μήνυμα για σκλήρυνση της στάσης των δανειστών ενόψει της δεύτερης αξιολόγησης;
Η στάση των δανειστών ενόψει της δεύτερης αλλά και των επόμενων αξιολογήσεων είναι δεδομένη, θα συνεχίσουν να πιέζουν προς την ορθότερη υλοποίηση των συμφωνηθέντων.
Η κυβέρνηση θα συνεχίσει να παίζει το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, να προσπαθεί να υλοποιεί το λιγότερο δυνατό.
Τις πρόσφατες δηλώσεις των κ.κ. Μοσκοβισί Ρέγκλινγκ μάλλον τις εκλαμβάνω ως μια παρότρυνση προς την κυβέρνηση να προχωρήσει γρήγορα σε έναν ανασχηματισμό. Να φύγουν έτσι τα στοιχεία μέσα από την κυβέρνηση που εμποδίζουν την εφαρμογή των συμφωνηθέντων, οι Υπουργοί που δεν αποδέχονται τη συμφωνία του περασμένου Αυγούστου.
Στην κυβέρνηση εκφράζουν την ικανοποίησή τους για την υπερκάλυψη των στόχων του προϋπολογισμού, σε ότι αφορά τα έσοδα και υποστηρίζουν ότι απομακρύνεται οριστικά ο κίνδυνος για την ενεργοποίηση του «κόφτη». Συμμερίζεστε τους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς;
Ο Σεπτέμβριος ήταν ένας κρίσιμος μήνας και φαίνεται ότι πήγε καλά στον τομέα των εσόδων. Αυτό επιτρέπει στην κυβέρνηση να αισιοδοξεί, όμως αρχίζει πια να γίνεται μεγαλύτερο το συνολικό πρόβλημα της οικονομίας.
Είναι γεγονός ότι όσο καλύτερα πάνε τα έσοδα και υλοποιείται το πρωτογενές πλεόνασμα, τόσο πιο άσχημα θα γίνονται τα δεδομένα σε μακροοικονομικό επίπεδο.
Στο επίπεδο της πραγματικής οικονομίας χιλιάδες επιχειρήσεις θα κλείνουν ή θα φεύγουν στο εξωτερικό για να αποφύγουν αυτή τη δυσβάστακτη φορολόγηση.
Λίγο μετά την εκλογή του Κυρ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ είχατε χαρακτηρίσει «ελπιδοφόρα» την επικράτησή του και είχατε υποστηρίξει ότι «έφερε αέρα ανανέωσης στο δεξιό κομμάτι του πολιτικού φάσματος» και πως «είναι επιτακτική ανάγκη τα κόμματα του Κέντρου να επαναπροσδιορίσουν την στρατηγική τους για να μην αλωθούν από την ΝΔ». Σήμερα 9 μήνες μετά και με συγκεχυμένη την κατάσταση στο χώρο της Κεντροαριστεράς, πως βλέπετε τις κινήσεις και την στρατηγική του κ. Μητσοτάκη;
Είναι φανερό πια ότι το ιστορικό βάρος της παράταξης της οποίας ηγείται είναι αρκετά μεγάλο και τον συμπαρασύρει προς μια κατεύθυνση εκπροσώπησης του παλιού σκηνικού ή τουλάχιστον του παλιού σκηνικού που αναλογεί στη ΝΔ. Άρα, βλέπουμε ότι δεν φτάνει απλώς η ανανέωση της ηγεσίας αλλά πρέπει να υπάρξει ανανέωση σε όλα τα στελέχη, και στη ρητορική και στη λογική των πραγμάτων.
Αυτό δεν το έχει κάνει ως τώρα ο κ. Μητσοτάκης. Υπάρχουν φυσικά εκείνοι που διάκεινται πιο θετικά και λένε ότι είναι απλώς ζήτημα χρόνου, και αυτοί που είναι ποιο αρνητικοί στην κριτική τους, που λένε ότι στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο να αναμορφωθεί μια τόσο μεγάλη παράταξη όπως η ΝΔ.
Ταυτόχρονα, ευρισκόμενος ακόμη τότε στο Ποτάμι, είχατε πει ότι η επικράτηση του κ. Μητσοτάκη «φέρνει ιδεολογικά το Ποτάμι εγγύτερα στη ΝΔ, καθώς ο νέος αρχηγός της έχει ένα πιο κεντρώο προφίλ». Εκτιμώντας την κατάσταση με τα σημερινά δεδομένα, εγγύτερα στη ΝΔ και στον Κυρ. Μητσοτάκη μπορεί να βρεθεί το Ποτάμι και ο Στ. Θεοδωράκης ή η Δημοκρατική Ευθύνη και ο Χάρης Θεοχάρης;
Νομίζω ότι η εκτίμηση που είχα κάνει τότε έχει επιβεβαιωθεί στην πράξη. Η όποια δημοσκοπική κόπωση του Ποταμιού οφείλεται ακριβώς σ’ αυτό το γεγονός, ότι ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του νιώθει κοντά στον Κυριάκο Μητσοτάκη και συνεπώς στηρίζει πια τη ΝΔ.
Το ζήτημα όμως δεν είναι αν κάποιος είναι εγγύτερα στη ΝΔ ή στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κατά πόσο έχει μια ολοκληρωμένη πρόταση προς τον ελληνικό λαό για την αξιόπιστη έξοδο από αυτή την κρίση, ένα όραμα για την Ελλάδα της επόμενης μέρας μετά το μνημόνιο.
Παράλληλα έχετε πει αρκετές φορές ότι στόχος σας είναι να συμβάλλεται για τη δημιουργία ενός ενιαίου πολιτικού φορέα στο χώρο της Κεντροαριστεράς, ενώ είχατε δηλώσει πως σας ήταν αδιάφορες οι συζητήσεις που υπήρχαν μεταξύ της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και του Ποταμιού. Με δεδομένο πλέον το «ναυάγιο» της συνεργασίας των δύο κομμάτων, μήπως δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για να μπείτε εσείς σε ένα διάλογο με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη;
Είχα φύγει καταγγέλλοντας ότι η αμφισημία της στάσης του Ποταμιού θα οδηγούσε έτσι κι αλλιώς σε ναυάγιο τις σχετικές συζητήσεις. Η εκτίμηση αυτή επαληθεύτηκε από την πραγματικότητα. Βέβαια και η στάση του ΠΑΣΟΚ, της Δημοκρατικής Συμπαράταξης ήταν τέτοια που δεν φαίνεται να ήθελε την ολοκλήρωση της διαδικασίας.
Συνεπώς δεν είμαι σίγουρος ότι τα υπάρχοντα κόμματα διαθέτουν δυνάμεις οι οποίες θα μπορέσουν να δώσουν την ώθηση αυτή για τη δημιουργία κάτι πραγματικά καινούριου που έχει ανάγκη ο τόπος.
Οι νέοι άνθρωποι δεν πρόκειται να συγκινηθούν από οράματα και προτάγματα του παρελθόντος. Μπορούν να συγκινηθούν μόνο αν κάτι πραγματικά αυθεντικό τους προταθεί και κάτι φυσικά που είναι και πειστικό συγχρόνως.
Αυτό το αυθεντικό πρέπει από τη μια μεριά να συμβολίζει τη ρήξη με το παρελθόν, αλλά από την άλλη να έχει έναν βαθιά ενωτικό χαρακτήρα.