Η υπερψήφιση πριν λίγες ώρες της πρότασης της βρετανικής κυβέρνησης για επέκταση του άρθρου 50 και αναβολή του Βrexit πέρα από τις 29 Μαρτίου μπορεί να έδωσε στην Τερέζα Μέι μια ανάσα, αλλά κάθε άλλο παρά εύκολη είναι η διαχείριση του ζητήματος.
Υπό αυτές τις συνθήκες η πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας επιβιώνει με περιορισμένους βαθμούς ελευθερίας, καθώς έχει να διαπραγματευτεί από τη μια με ένα βαθιά διχασμένο κόμμα και από την άλλη με τους Ευρωπαίους εταίρους μια σειρά επιλογών, από την αποχώρηση χωρίς συμφωνία ως τη διεξαγωγή νέου δημοψηφίσματος. Το σενάριο της παρατεταμένης παράτασης, το οποίο κερδίζει πόντους εσωτερικά, εξαρτάται απολύτως από την Ευρώπη, καθώς αυτή θα απαιτήσει να δηλωθεί ο λόγος για μια τέτοια παραχώρηση. Ο δε κίνδυνος της παρατεταμένης αβεβαιότητα αποτυπώνεται στις τιμές των ακινήτων και στο οικονομικό κλίμα.
Παράλληλα το ζήτημα του ιρλανδικού συνόρου συνεχίζει να εκκρεμεί με τους Βρετανούς να δηλώνουν πως δεν θα επιβάλουν δασμούς αλλά αυξημένους ελέγχους.
Πρόσφατα βρέθηκα στη βρετανική πρωτεύουσα και συμμετείχα σε συνέδριο που οργανώθηκε από το κοινοβούλιο και στο οποίο παρουσιάσθηκε μελέτη του ινστιτούτου CEBR η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ αναφέρει πως τα μη δασμολογικά και ελεγκτικά εμπόδια στο διεθνές εμπόριο είναι τρεις φορές πιο βλαπτικά για την οικονομική δραστηριότητα από τους ίδιους τους δασμούς.
Στο σημείο αυτό έγκειται όχι μόνο το μεγάλο ζήτημα του Brexit αλλά και όλης της Γηραιάς Ηπείρου. Ο ρόλος του ελεύθερου εμπορίου και οι συνέπειές του αναδεικνύονται σε θεμελιώδεις παράγοντες της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Αφενός, οικονομικά και ιστορικά έχει αποδειχθεί πως το ελεύθερο εμπόριο είναι θετικά συσχετισμένο με αυξημένους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης και με αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Ωθεί δε μέσω του διεθνούς καταμερισμού τις επιμέρους οικονομίες να ειδικευθούν και να γιγαντώσουν συγκεκριμένους κλάδους. Η ένδοξη πορεία προς την ευημερία και την πολιτική κυριαρχία της μεταπολεμικής Δύσης και των συμμάχων της δομήθηκε πάνω στα οφέλη του διεθνούς εμπορίου. Οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, η ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και οι περιφερειακές ενώσεις, με πιο προωθημένη την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτέλεσαν σημαίες της παγκοσμιοποίησης και συνοδεύθηκαν από την απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων και την πρωτοκαθεδρία των χρηματαγορών στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Αφετέρου, μετά τη μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, μια σειρά ζητημάτων, ενδυναμώνουν τις φωνές απέναντι στην παγκοσμιοποίηση. Πέρα από τον θόρυβο που προκαλούν οι εκπρόσωποι του λαϊκισμού, υπάρχουν και φωνές που αναδεικνύουν πραγματικά και εύλογα ερωτήματα.
Μπορούμε στο όνομα του ελεύθερου εμπορίου να αγνοήσουμε την προστασία του περιβάλλοντος, την παιδική εργασία, τα εργασιακά δικαιώματα και τη δημόσια υγεία;
Παγκοσμιοποίηση και ελεύθερο εμπόριο σημαίνουν αυτόματα και υιοθέτηση μιας στρατηγικής ελαχιστοποίησης του κόστους προς όφελος της μαζικής παραγωγής;
Είναι αποτυχία του φιλελευθερισμού η υψηλή κινητικότητα της εργασίας και οι μεταναστευτικές ροές που συνοδεύουν την κινητικότητα του κεφαλαίου;
Μπορεί να αποφευχθεί η παγκόσμια ανακατανομή πολιτικής και οικονομικής ισχύος που συντελείται μέσω του διεθνούς εμπορίου προς όφελος του Νότου και της Άπω Ανατολής;
Το λάθος του λαϊκισμού δεν βρίσκεται στα ερωτήματα που θέτει αλλά στο επίπεδο στο οποίο αναζητεί τις απαντήσεις. Μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχουν τα απαραίτητα μεγέθη, οι πόροι και η ισχύς για μια αποτελεσματική διαχείριση του διεθνούς εμπορίου προς όφελος των πολιτών.
Σημαίνει αυτό πως ο ρόλος του εθνικού κράτους στα ζητήματα εμπορικής και αναπτυξιακής πολιτικής έχει εκλείψει; Προφανώς και όχι. Παραμένει εξαιρετικά σημαντικός στα ζητήματα της εναρμόνισης της εσωτερικής αγοράς, της συμμετρικής πληροφόρησης αλλά κυρίως του σχεδιασμού του αναπτυξιακού μοντέλου.
Η Ελλάδα πρέπει να χαράξει αναπτυξιακή στρατηγική λαμβάνοντας υπόψη τους φυσικούς περιορισμούς και τους πόρους που διαθέτει. Στο ισοζύγιο μεταξύ κλίμακας και ποιότητας, η ίδια η πραγματικότητα μας κατευθύνει προς τη δεύτερη επιλογή. Ακόμα και σε τομείς που εμφανίζουμε συγκριτική ισχύ όπως ο τουρισμός, η εκπαίδευση του πληθυσμού και τα logistics, οι γεωγραφικοί, δημογραφικοί και κεφαλαιακοί περιορισμοί μας αναγκάζουν να επικεντρωθούμε σε μικρότερες κλίμακες από τους ανταγωνιστές μας.
Δεν θα πρέπει τέλος να ξεχνάμε πως η ανάπτυξη υπηρεσιών, υποδομών και προϊόντων στον τουρισμό, στην τουριστική κατοικία, στην εκπαίδευση, στην τεχνολογία, στη ναυτιλία και στα logistics δεν απαιτούν μόνο ανταγωνιστικό φορολογικό, ασφαλιστικό και ρυθμιστικό πλαίσιο, αλλά και μια πολιτική ηγεσία αποφασισμένη να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες της παγκοσμιοποίησης και του ελεύθερου εμπορίου, ανοίγοντας τη χώρα, εναρμονίζοντας το πλαίσιο και καταργώντας αναχρονιστικά εμπόδια και περιορισμούς.
Απέναντι στη φοβική και κλειστή χώρα της μιζέριας, της ανεργίας και των capital control, οι επικείμενες εθνικές εκλογές προσφέρουν μια τελευταία ευκαιρία για μια παγκόσμια Ελλάδα. Χρειάζεται μια νέα φιλελεύθερη και μεταρρυθμιστική πολιτική ηγεσία, χωρίς αναχρονιστικά διλήμματα περί δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, που θα αξιοποιήσει το δυναμικό της χώρας και θα προσελκύσει ανθρώπους και κεφάλαια.
* Ο κ. Χάρης Θεοχάρης είναι βουλευτής ΝΔ – υποψήφιος Νοτίου Τομέα β’ Αθήνας