Άρθρα

Το κόστος του μεγάλου ψέματος

Σε αυτές τις εκλογές συζητούμε πάλι το διακύβευμα με όρους επικοινωνιακούς. Μιλάμε για το στυλ του κ. Μεϊμαράκη, ή τη στάση του σώματος του κ. Τσίπρα.

Ίσως το κάνουμε από κεκτημένη ταχύτητα.

Ίσως το κάνουμε γιατί συμφέρει τους λαϊκιστές μαχόμενους στον πολιτικό στίβο των εκλογών.

Ίσως το κάνουμε γιατί αυτή είναι η ανθρώπινη φύση: οι ορθολογικές συζητήσεις μάς δυσκολεύουν πάντα περισσότερο από το κουτσομπολιό.

Με αυτόν τον τρόπο όμως, εκτρέπουμε τη συζήτηση σε ανώδυνες απολίτικες ατραπούς, που δεν μας αφήνουν να δούμε το αυτονόητο: πως όλοι μας ως πολίτες έχουμε συνευθύνη για τη σημερινή κατάσταση.

Οι αξίες του Ποταμιού αυτό εξάλλου πρεσβεύουν: Θέλουμε πολίτες που αναγνωρίζουν την ευθύνη τους και το υπεύθυνο πολιτικό σύστημα που τους αξίζει. Αυτή είναι η χώρα που θέλουμε και για την οποία πασχίζουμε.

Από τη στιγμή της πτώχευσης και μετά, χρειάζονται μόνο έξι μήνες για να βρεθεί η χώρα αντιμέτωπη με τα λάθη και τα ψέματά της. Έξι μήνες μετά το “λεφτά υπάρχουν”, ήρθε το Καστελόριζο • Έξι μήνες μετά το ρίξιμο της κυβέρνησης Παπαδήμου από τον κ. Σαμαρά για μέτρα 5 δισ., πήρε ο ίδιος 13 δισ. μέτρων • Έξι μήνες μετά τη λαϊκίστικη στροφή του κ. Σαμαρά το 2014, έπεσε η κυβέρνησή του υπό το βάρος των μέτρων που αποδέχτηκε πριν τα υλοποιήσει • 6 μήνες από την εκλογή του, υπέγραψε ο κ. Τσίπρας το δικό του μνημόνιο.

Η χώρα δεν αντέχει άλλα ψέματα. Έχουμε φτάσει στο χείλος του γκρεμού και κρεμόμαστε από ένα σχοινί. Μετά τα capital controls δεν έχει κανείς άλλοθι: υπάρχουν πάντα «χειρότερα» και όποιος αρνείται να ψηφίσει, ή ψηφίζει για να γελοιοποιήσει ή να αρνηθεί τον κοινοβουλευτισμό, δεν δικαιούται να παραπονιέται για την κατρακύλα της χώρας.

Η ευθύνη λοιπόν των πολιτών στις 20 Σεπτεμβρίου είναι τεράστια.

Εκεί όμως τελειώνει η δική τους ευθύνη.

Και ξεκινάει η ευθύνη του πολιτικού συστήματος, του κύριου υπεύθυνου που οδηγηθήκαμε στην κρίση και που δεν την αντιμετωπίσαμε ακόμη ολοκληρωμένα.

Τι είναι αυτό που ένα υπεύθυνο πολιτικό σύστημα μπορεί να κάνει; Κατά την άποψή μου τρία πράγματα:

Πρώτον, να θέσει εκτός της μικροκομματικής αντιπαράθεσης τα ζητήματα του μνημονίου. Ο καιρός της άγονης διλημματικής ψευτοεπιχειρηματολογίας που αγνοούσε πως τα προβλήματα ξεκινάνε επειδή πτωχεύσαμε, δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η υλοποίηση πρέπει να συντονιστεί και να υλοποιηθεί τάχιστα από όλες τις δυνάμεις της χώρας. Εθνικός στόχος πρέπει να γίνει να βγούμε στις αγορές σε δύο χρόνια.

Δεύτερον, να συνειδητοποιήσει πως η μητέρα όλων των μεταρρυθμίσεων δεν είναι η μείωση των φόρων. Η μείωση θα έρθει μόνο αν μειωθούν οι ανάγκες του δημοσίου για πόρους. Και αυτό δεν θα το κάνει κανένα κόμμα. Αυτό θα γίνει από το ίδιο το δημόσιο, τους διοικητές των διαφόρων οργανισμών, τα διοικητικά συμβούλια και τους Γενικούς Γραμματείς. Αυτοί θα το κάνουν μόνο αν δεν προέρχονται από τον κομματικό σωλήνα, γιατί αλλιώς δουλεύουν για να μεγαλώνουν τον οργανισμό τους προς όφελος του κόμματος. Συνεπώς, η μητέρα όλων των μεταρρυθμίσεων είναι η αποκοπή του ομφάλιου λώρου που συνδέει τα κόμματα με το Δημόσιο: Διοικήσεις με ανοικτές διαδικασίες και βιογραφικά από την κοινωνία.

Τρίτον, να απασφαλίσει πολιτικά τη βόμβα της φασιστικής ψήφου. Πρέπει να καταλάβουμε πως η ελάχιστη συνεννόηση και η απελευθέρωση του δημοσίου από την κομματική μέγγενη είναι όρος για την απονομιμοποίηση των ακραίων του αντισυνταγματικού τόξου. Τότε μόνο θα μπορεί να συρρικνώσει πολιτικά τον φασισμό στη χώρα μας, αλλά και να κυνηγήσει όσους έχουν διαπράξει ποινικά κολάσιμες πράξεις.

Ίσως να είναι πολλά αυτά για να τα ζητήσει κανείς από ένα γερασμένο πολιτικό σύστημα (ο μέσος όρος ηλικίας των εκλόγιμων υποψηφίων του «νέου» ΣΥΡΙΖΑ είναι 73 έτη).

Δεν το πιστεύουμε. Είμαστε εδώ για να αποδείξουμε πως αυτή τη φορά, οι κυνικοί έχουν άδικο.