Το τελευταίο διάστημα στο πρόγραμμα των υποχρεώσεών μου υπάρχει μια πολύ σημαντική και, ας μου επιτραπεί να υπογραμμίσω, εξαιρετικά εποικοδομητική προσθήκη: Είναι η περιοδεία μου ανά την Ελλάδα, με στόχο την ενίσχυση των διαύλων άμεσης επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης, ανάμεσα στην κεντρική διοίκηση του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών από τη μία πλευρά, και από την άλλη με τους πρωταγωνιστές της πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας.
Θεωρώ ανεκτίμητη την απευθείας επαφή με τους εκπροσώπους της οικονομίας, είτε από το δημόσιο είτε από τον ιδιωτικό τομέα. Λαμβάνω πολύ σοβαρά υπόψη μου τις εμπειρίες που μου μεταφέρουν, τις παρατηρήσεις και, εννοείται, τα παράπονα. Πιστεύω ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να προχωρούμε σε καίριες βελτιώσεις, αν αυτό επιβάλλεται, πάντα προς την κατεύθυνση της εμπέδωσης φορολογικής δικαιοσύνης στη χώρα μας.
Στο πλαίσιο αυτής της περιοδείας, σε οικονομικούς κόμβους της περιφέρειας όπως η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, η Λάρισα κ.λπ. συζήτησα διεξοδικά το ζήτημα των POS. Θεωρώ ότι έγινε σαφές και κατανοητό από όλους το γιατί είναι τόσο σημαντικό ως τις 29 Φεβρουαρίου όλοι οι υπόχρεοι, οι 35 κλάδοι που προστέθηκαν, επαγγελματίες και επιχειρήσεις, θα πρέπει είτε να έχουν POS είτε να το έχουν παραγγείλει.
Το έργο της διασύνδεσης ταμειακών μηχανών και POS πρέπει να προχωρήσει βάσει του χρονοδιαγράμματος που έχουμε θέσει, διότι συνιστά μεγάλη και ουσιαστική τομή και είναι μια μεταρρύθμιση κομβικής σημασίας για την πάταξη της φοροδιαφυγής. Επίσης, εντάσσεται στα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης και, εάν δεν υλοποιηθεί, διακυβεύεται ακόμη και η διακοπή μέρους της χρηματοδότησης της Ελλάδας από την ΕΕ.
Και δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω ότι με το συγκεκριμένο μέτρο εξαλείφεται -ή, έστω, περιορίζεται δραστικά- το περιθώριο αποφυγής έκδοσης φορολογικής απόδειξης σε συναλλαγές με χρήση χρεωστικής ή πιστωτικής κάρτας. Η καθιέρωση ηλεκτρονικών πληρωμών δεν είναι ούτε παράπλευρο ούτε αμελητέο θέμα.
Αντιθέτως, πέρα από την αμέσως πρακτική διάστασή του, σε ένα συμβολικό επίπεδο, επαναφέρει το ζήτημα του γιατί θα πρέπει να μας αφορά όλους η αποκάλυψη αυτού που λέμε «κρυμμένη φορολογητέα ύλη». Κάθε πρωτοβουλία που αναλαμβάνει η Κυβέρνηση για την εξάλειψη της φοροδιαφυγής -και έχουμε ήδη δρομολογήσει μια δέσμη 11 δυναμικών πρωτοβουλιών γι’ αυτό το σκοπό- μας αφορά όλους ως φορολογούμενους πολίτες.
Διότι ένα εύρωστο -και «γεμάτο» για να το πω απλά- ταμείο του κράτους, σημαίνει περισσότερα έργα υποδομής, ενίσχυση του συστήματος υγείας, πιο πολλά και σύγχρονα σχολεία, καλύτερους και πιο ασφαλείς δρόμους κ.ο.κ. Δεν δίνουμε μάχη με τη φοροδιαφυγή για να στοιβάξουμε χρήματα σε δημοσιονομικά «μαξιλάρια».
Ας αντιδικούν γι’ αυτά μεταξύ τους εσαεί οι πρώην υπουργοί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, επί των ημερών της οποίας, άλλωστε, η φοροδιαφυγή είχε αφεθεί εντελώς ανεξέλεγκτη. Βεβαίως, είναι εξίσου σαφές ότι, χωρίς την αποτελεσματική περιστολή της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα, όλες οι μειώσεις φόρων τις οποίες εισήγαγε η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας (και είναι πάνω από 50 οι φόροι που καταργήθηκαν ή μειώθηκαν) από το 2019 έως σήμερα, δεν θα αποδώσουν. Διότι, πολύ απλά, απαιτείται η αντίστοιχη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, η οποία, όπως είναι αυτονόητο, δεν μπορεί να επιτευχθεί εάν εξακολουθήσει η ανοχή στη φοροδιαφυγή.
Εξάλλου, όπως έχει τονίσει επανειλημμένως, τόσο ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, όσο και ο Υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, ο πόλεμος κατά του «μαύρου» χρήματος δεν έχει ούτε δεξιό, ούτε αριστερό, ούτε κεντρώο πρόσημο. Είναι απλώς ζήτημα ισονομίας, ζήτημα φορολογικής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Το ευοίωνο είναι ότι, βάσει χειροπιαστών ενδείξεων, η εκστρατεία που έχουμε ξεκινήσει κατά της φοροδιαφυγής υπό οποιαδήποτε μορφή -όπως η νοθεία και το λαθρεμπόριο σε καύσιμα, αλκοολούχα κ.λπ.- αποδίδει.
Όχι πριν από πάρα πολλά χρόνια, στην Ελλάδα είχαμε ποσοστό φοροδιαφυγής 30%. Σήμερα έχουμε καταφέρει να το μειώσουμε στο ήμισυ, αλλά δεν υπάρχει το παραμικρό περιθώριο εφησυχασμού. Στόχος μας είναι να μειώσουμε τη φοροδιαφυγή κάτω από το 10% -και είναι εφικτός, με τη συνεργασία όλων. Κάτι που επίσης θεωρώ ιδιαιτέρως σημαντικό, είναι η καλλιέργεια της φορολογικής συνείδησης, ενάντια στην καχυποψία και την αντίληψη ότι το κράτος εποφθαλμιά τα κέρδη του επαγγελματία ή της επιχείρησης.
Δεν είναι καθόλου έτσι, διότι, κατεξοχήν η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας βρίσκεται πάντα δίπλα στην επιχειρηματικότητα και με κάθε τρόπο ενθαρρύνει την ανάπτυξη και την πρόοδο. Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει πλήρως αντιληπτό ότι η φοροδιαφυγή δεν αφορά πχ μόνο τις γαμήλιες υπερπαραγωγές κάποιων «επωνύμων» συμπολιτών μας, αλλά την καθημερινότητά όλων μας σε αυτή τη χώρα. Δεν υπάρχει φοροδιαφυγή των διάσημων και των άλλων.
Η φοροδιαφυγή είναι ένα ενιαίο πρόβλημα που καλούμαστε να λύσουμε, σε κάθε έκφανσή του, μικρής ή μεγαλύτερης κλίμακας. Η επιβολή -και η είσπραξη- δρακόντειων προστίμων σε πολυεθνικές που κερδοσκοπούν αποδεικνύει ξεκάθαρα την αποφασιστικότητα της Κυβέρνησης να επιβάλει την έννομη τάξη, στο επίπεδο της καθημερινότητας κάθε καταναλωτή.
Γιατί η εμπέδωση φορολογικής κουλτούρας ξεκινά από το οικοσύστημα του καθενός μας, από το δικό του πεδίο δραστηριότητας, το δικό του «μικρόκοσμο». Παρόλ’ αυτά, η φορολογική συνείδηση αφορά όλους μας: Από τους επαγγελματίες και μικρομεσαίους επιχειρηματίες της γειτονιάς, τους πολίτες που συναλλάσσονται μαζί τους, έως τους πολυεθνικούς κολοσσούς. Δεν χαριζόμαστε σε κανέναν, επιδιώκουμε μόνο τη δικαιοσύνη. Με την προστασία του εισοδήματος κάθε ελληνικού νοικοκυριού να είναι η υπ’ αριθμόν 1 προτεραιότητά για την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη.