O Πρωθυπουργός μετά τη συνάντηση του με τον ομόλογό του από την Ν. Κορέα αναφερόμενος στην 3η αξιολόγηση, δήλωσε ότι «είμαστε καλύτερα από κάθε άλλη φορά». Αλλαγή φρασεολογίας, αλλαγή τόνου και αλλαγή ύφους σε σχέση με τις προηγούμενες αξιολογήσεις, γεγονός που εκπλήσσει εκ πρώτης όψεως.
Θα περίμενε κανείς πως με μέτωπα ανοικτά στα εργασιακά, στα συνδικαλιστικά, στην ενέργεια, στα δημοσιονομικά, στα κοινωνικά επιδόματα, στο λεγόμενο κοινωνικό μέρισμα, στα εξοπλιστικά και τις αποκρατικοποιήσεις θα απέφευγε μια τόσο αισιόδοξη πρόβλεψη. Η σκληρή διαπραγμάτευση, οι κόκκινες γραμμές και το ανέβασμα των τόνων για το εσωτερικό ακροατήριο δείχνουν να ανήκουν στο μακρινό παρελθόν.
Επιχειρεί , λοιπόν, τη στρατηγική επιλογή αλλαγής της αφήγησης και προβάλλει μια εικόνα πραγματισμού και ρεαλισμού, η οποία είναι πλήρως εναρμονισμένη με τη στροφή που ήδη επιχειρήθηκε τόσο στη ΔΕΘ και όσο και κατά την επίσκεψη στις ΗΠΑ. Μια στροφή όμως που έρχεται υπό το βάρος της αποτυχίας της οικονομικής πολιτικής. Αποτυχία που αποτυπώνεται στην αδυναμία της οικονομίας να πιάσει ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 1%, τη στιγμή που για τη μείωση της φτώχειας- πλήττει πλέον το 35% του πληθυσμού- και για τη μείωση της ανεργίας από το 22% στα ανεκτά επίπεδα του 10%, χρειάζονται ρυθμοί ανάπτυξης άνω του 3%.
Η μετάβαση από τη σκληρή διαπραγμάτευση στον πραγματισμό εξυπηρετεί σε επίπεδο επικοινωνιακών και πολιτικών επιλογών την επιφανειακά φιλο-επενδυτική στροφή της κυβέρνησης.
Σηματοδοτεί δε την ετοιμότητά της να συμβιβαστεί σε μια σειρά θεμάτων όπου θα βρεθεί απέναντι σε ομάδες που παραδοσιακά τη στήριζαν. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι τα θέματα του συνδικαλιστικού νόμου και του ανοίγματος στην αγορά ενέργειας.
Στροφή, «κωλοτούμπα» ή υποκρισία μένει να αποδειχθεί, παρόλο που το ιστορικό της κυβέρνησης δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας.
Από την άλλη, η κυβέρνηση έχει σε αυτήν την διαπραγμάτευση πλεονέκτημα χρηματοροών. Λαμβάνει την υπο-δόση των 800 εκατ. ευρώ και δεν αντιμετωπίζει μεγάλες λήξεις ομολόγων του Δημοσίου. Αυτό αυξάνει τους βαθμούς ελευθερίας της στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Οι βραχυπρόθεσμοι μοχλοί πίεσης από το εξωτερικό μέτωπο μειώνονται καθιστώντας πιο εύκολη την τελική συμφωνία, ενώ επιτρέπουν στην κυβέρνηση να δώσει έμφαση στην εσωτερική διαχείριση της επιχειρούμενης στροφής προς τον ρεαλισμό.
Το γρήγορο κλείσιμο της αξιολόγησης τον Ιανουάριο του 2018 σε μια οικονομικά και πολιτικά θετική συγκυρία, θα δώσει την ευκαιρία για θετικές εξελίξεις σε όλα τα μέτωπα του χρέους.
Πρώτον, θα «ξεκλειδώσει» τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα και άρα θα επανατεθεί δυναμικά το ζήτημα μιας πιο επιθετικής αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους από τον βασικό συνήγορο αυτής της αναγκαιότητας, δηλαδή από το Ταμείο.
Δεύτερον, το γρήγορο κλείσιμο της αξιολόγησης σε συνδυασμό με την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του 2017 και την ενοποίηση της ελληνικής καμπύλης των αποδόσεων σε 4 με 5 νέες ομολογιακές εκδόσεις, θα μειώσει τους κινδύνους και θα αυξήσει την ρευστότητα στην συγκεκριμένη αγορά επιτρέποντας την απρόσκοπτη συνέχιση της χρηματοδότησης της χώρας από τις αγορές κεφαλαίων.
Αν η κυβέρνηση δε χάσει και αυτήν την ευκαιρία, όπως τόσες άλλες στο παρελθόν, η χώρα θα αποκτήσει πρόσθετους βαθμούς ελευθερίας ενόψει της λήξης του τρέχοντος προγράμματος. Βαθμούς ελευθερίας που θα αποδειχθούν εξαιρετικά χρήσιμοι στη νέα περίοδο επιτήρησης μετά το τρίτο πρόγραμμα και που θα αξιοποιηθούν από τις πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να βγάλουν τη χώρα από την επιτροπεία, να άρουν τις συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού για το 35% της ελληνικής κοινωνίας και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την κατάσταση της αναιμικής οικονομικής ανάπτυξης της τελευταίας διετίας. Το μόνο σίγουρο είναι πως αυτή η κυβέρνηση επιλέγει την επικοινωνιακή και προεκλογική αρένα για να καταστήσει και αυτήν την αξιολόγηση μια θυσία χωρίς αντίκρισμα για τον ελληνικό λαό.