Άρθρα

Χάρης Θεοχάρης: «Η μεταρρύθμιση στα επιδόματα και το δημογραφικό»

Πιστεύω ακράδαντα ότι στην Ελλάδα χρειαζόμαστε μια εκ βάθρων αναθεώρηση και αναβάθμιση της επιδοματικής πολιτικής. Χρειαζόμαστε –και μάλιστα επειγόντως– μια αναβάθμιση ουσιαστική και τολμηρή, διότι αυτό επιβάλλει η πιεστική ανάγκη να αναχαιτίσουμε τη δημογραφική κρίση.

Ίσως για πολλούς η σχέση ανάμεσα στους δύο αυτούς παράγοντες δεν είναι εμφανής, τουλάχιστον όχι «δια γυμνού οφθαλμού». Ωστόσο, τα μέτρα που ως κυβέρνηση αλλά κυρίως ως έθνος πρέπει να πάρουμε για την υπογεννητικότητα και τη θανάσιμα επικίνδυνη συρρίκνωση του ελληνικού πληθυσμού, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τον χαρακτήρα της επιδοματικής πολιτικής που εφαρμόζουμε.

Τα επιδόματα, δηλαδή η οικονομική ενίσχυση που παρέχει το κράτος προς ομάδες πολιτών με συγκεκριμένες ανάγκες, σε έκτακτη ή και μόνιμη βάση, αποτελούν παγίως ένα από τα πλέον ευαίσθητα αλλά και αμφιλεγόμενα ζητήματα για κάθε κυβέρνηση. Γύρω από τα κριτήρια βάσει των οποίων χορηγούνται, ποσοτικά και ποιοτικά, ή αλλιώς ποιοι, πόσοι και για ποιο λόγο δικαιούνται επιδόματος κ.ο.κ. μαίνεται πάντα μια έντονη και σχεδόν ατέρμονη αντιπαράθεση. Και, όπως είναι φυσικό, πρόκειται για μια αντιπαράθεση με κυρίαρχο το πολιτικό, ή, για να είμαι πιο ακριβής, το ιδεολογικό/κομματικό στοιχείο.

Παρόλ’ αυτά, προσωπικά θεωρώ ότι οι ανεβασμένοι τόνοι στο δημόσιο διάλογο, κατεξοχήν σε ό,τι αφορά στα επιδόματα, θολώνουν το τοπίο και εκτροχιάζουν τη συζήτηση από την ουσία της. Και η ουσία της έγκειται στο πώς θα καταφέρουμε να βελτιώσουμε την επιδοματική πολιτική στη χώρα μας, πώς θα την εκσυγχρονίσουμε, ώστε να γίνει πιο δίκαιη, πιο αναλογική και, οπωσδήποτε πιο αποτελεσματική.

Τα επιδόματα κοινωνικού χαρακτήρα – κατά την επίσημη ορολογία οι «κοινωνικές μεταβιβάσεις», στις οποίες περιλαμβάνονται επιδόματα και βοηθήματα ανεργίας, οικογενειακά, αναπηρίας, ασθένειας, ανικανότητας, καθώς και ενισχύσεις σε κατοίκους δυσπρόσιτων περιοχών κ.λπ. αποτελούν μέρος της κοινωνικής πολιτικής κάθε κυβέρνησης. Μιας πολιτικής, όμως, η οποία αποδεδειγμένα έχει προ πολλού πάψει να αποδίδει. Η αναποτελεσματικότητά της είναι γνωστή, είναι ένα κοινό και αμήχανο μυστικό.

Στη χώρα μας, το κράτος δαπανά 19% του ΑΕΠ σε κοινωνικές μεταβιβάσεις, ένα κονδύλι το οποίο είναι μεν συγκρίσιμο με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (19,4% του ΑΕΠ), χωρίς όμως να επιτυγχάνει την αντίστοιχη μείωση της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, ο κίνδυνος φτώχειας στην Ελλάδα προ της εφαρμογής των κοινωνικών μεταβιβάσεων ανέρχεται σε 26,1% και μειώνεται σε 18,9% μετά από τη χορήγησή τους. Τα αντίστοιχα ποσοστά για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 21,4% και 16,2%.

Συνεπώς, η ίδια η πραγματικότητα μάς υποδεικνύει ότι απαιτείται ένας εκ βάθρων επανασχεδιασμός της επιδοματικής πολιτικής. Εξάλλου, ακριβώς αυτά τα επιδόματα στοχοποιούν κατά κανόνα οι παραγωγικοί πολίτες στην Ελλάδα, θεωρώντας ότι στα βοηθήματα και τις ενισχύσεις οφείλεται η επάρατη αδυναμία εύρεσης εργατικού δυναμικού για τις επιχειρήσεις. Αν μη τι άλλο λοιπόν, μια ριζοσπαστική αναθεώρηση της πολιτικής μας για τις κοινωνικές μεταβιβάσεις είναι επιβεβλημένη – και μάλλον έχουμε ήδη καθυστερήσει υπερβολικά να θέσουμε το ζήτημα στη βάσανο της κριτικής και της δράσης.

Ένας επιπλέον, αλλά πολύ ουσιαστικός λόγος ο οποίος καθιστά επιτακτική την επανεξέταση των κοινωνικών μεταβιβάσεων, είναι η όξυνση του δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα. Κάτι που de facto επιβάλλει τον επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων της κοινωνικής πολιτικής μας.

Ασφαλώς, τα ζητήματα αυτά έχουν αναγνωριστεί από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, εξ ου και βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη μια διαδικασία ανασχεδιασμού των επιδομάτων – άλλωστε, ορισμένα στοιχεία αυτής της διαδικασίας έχουν κιόλας ανακοινωθεί ή και διαρρεύσει στον Τύπο.

Πάντως, το βέβαιο είναι ότι η αναθεώρηση του επιδόματος ανεργίας, του επιδόματος τέκνων, του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και του επιδόματος στέγασης βρίσκεται στην καρδιά των αλλαγών που προωθεί η κυβέρνηση. Εξ όσων γνωρίζω, πρόκειται για αλλαγές καίριες, οι οποίες θα κάνουν σαφώς την επιδοματική πολιτική πιο στοχευμένη και, κατά συνέπεια, πιο αποτελεσματική στο πεδίο της κοινωνικής πραγματικότητας.

Εντούτοις, είναι αλήθεια ότι θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ακόμη πιο τολμηρές παρεμβάσεις, στην κατεύθυνση του εξορθολογισμού, έτσι ο ώστε ο εκσυγχρονισμός να είναι ακόμη πιο δραστικός.

Κατ’ αρχάς, η στόχευση της επιδοματικής πολιτικής πρέπει να είναι ξεκάθαρη, με τη μείωση της φτώχειας στο επίκεντρο, ως έναν πρωταρχικό και κύριο στόχο.

– Το ίδιο ισχύει επίσης για τη στήριξη των πολιτών σε έκτακτες εξελίξεις στον επαγγελματικό τομέα, όπως πχ η απόλυση, με παράλληλη κινητροδότηση για επιστροφή στην εργασία.

– Στο ίδιο πλαίσιο, η στήριξη της οικογένειας και της αναπαραγωγής είναι ένας στόχος που αποκτά ιδιαίτερη σημασία για το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας.

– Η δραστική μείωση της παιδικής φτώχειας και η άμβλυνση των ανισοτήτων, είναι ακόμη δύο στόχοι μιας καινούργιας αντίληψης για τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, ενώ επιμέρους στοχεύσεις μπορούν να καταγραφούν περαιτέρω, όπως φερ’ ειπείν η καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας κ.τ.λ., έτσι ώστε να συμπληρωθεί το παζλ των στόχων μας για τα αναθεωρημένα επιδόματα.

Ένα άλλο ζήτημα που θα πρέπει να μας απασχολήσει, αφορά στα κριτήρια της επιλεξιμότητας για τη στήριξη του κάθε επιδόματος. Είναι σημαντικό για την καθιέρωση των επιδομάτων στη συνείδηση του κόσμου να έχουμε κριτήρια που δεν επιτρέπουν στους πολίτες να «κοροϊδεύουν» το σύστημα.

Μιλώντας γενικά, προκειμένου να στηριχθεί κάποιος πολίτης, πρέπει το κράτος να γνωρίζει επακριβώς το εισόδημά του, την άμεσα ρευστοποιήσιμη περιουσία του (πχ καταθέσεις), όπως και τα υπόλοιπα υπάρχοντά του (πχ ακίνητα). Σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια, το κράτος πρέπει να προστατεύει όσους δεν έχουν εισόδημα, αλλά και δεν διαθέτουν ρευστό ώστε να μπορούν να καλύψουν τη διαβίωση τους για σημαντικό διάστημα (πχ 2 ή 3 έτη).

Ακόμη, χρήζουν προστασίας και όσοι έχουν εισόδημα, αλλά δεν έχουν καθόλου ρευστή περιουσία. Η υπόλοιπη περιουσία που σήμερα παίζει σημαντικό ρόλο αποκλείοντας από τη στήριξη μεγάλο μέρος του πληθυσμού, πρέπει να τεθεί σε δεύτερη μοίρα και να λαμβάνεται υπόψη σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Σε ό,τι αφορά στα ίδια τα επιδόματα, η ενοποίησή τους σε ένα Ενιαίο Επίδομα Στήριξης (με εισοδηματικά κριτήρια κατά το βρετανικό μοντέλο), θα οδηγούσε σε δραστική απλοποίηση, εν συγκρίσει με το σημερινό σύστημα και θα εξαφάνιζε μια σειρά στρεβλώσεων (είναι γνωστό πχ πως το επίδομα ενοικίου οδηγεί σε τεχνητή αύξηση των ενοικίων και συνεπώς επιδεινώνει το στεγαστικό πρόβλημα).

Αυτό όμως που θα έπρεπε να σκεφτούμε άμεσα και πολύ σοβαρά, είναι η πιλοτική εφαρμογή του λεγόμενου «Universal Basic Income» («Καθολικό Βασικό Εισόδημα»). Οι μελέτες γι’ αυτή τη μορφή επιδόματος πολλαπλασιάζονται, και τα δείγματα των επιπτώσεων είναι πολύ ενθαρρυντικά, όχι μόνο σε οικονομικό, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Μολονότι δεν έχουμε ακόμη πληθώρα έγκυρων εκθέσεων για τα αποτελέσματα των εν εξελίξει δοκιμών καθιέρωσης του «Καθολικού Βασικού Εισοδήματος», η πειραματική εφαρμογή του στον Καναδά, την Αλάσκα, την Βραζιλία κ.ά. επιβεβαιώνουν την αίσθηση ότι με ένα επίδομα αυτού του είδους, μπορεί να προκύψει μείωση της εγκληματικότητας και βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών.

Έτσι, ανάλογα με τα αποτελέσματα της πιλοτικής εφαρμογής του «Καθολικού Βασικού Εισοδήματος» και της σχετικής διεθνούς εμπειρίας, θα μπορούσε η Ελλάδα να βρεθεί στην πρωτοπορία της αναμόρφωσης της κοινωνικής πολιτικής. Με κεντρικό άξονα μια εκδοχή του Καθολικού Βασικού Εισοδήματος, προσαρμοσμένης ειδικά στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας, θα μπορούσαμε να χαράξουμε μια πολιτική φτιαγμένη για τον 21ο αιώνα. Μια πολιτική κοινωνικών μεταβιβάσεων, η οποία θα μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις που φέρνουν μείζονες ανατροπές στην αγορά εργασίας –προερχόμενες κυρίως από τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και ιδιαίτερα την Τεχνητή Νοημοσύνη.

Για να πάρουμε, ως πολιτεία, την απόφαση να αναθεωρήσουμε ολοκληρωτικά τα κοινωνικά επιδόματα και να θωρακίσουμε τους Έλληνες πολίτες απέναντι στην απειλή της καλπάζουσας ψηφιακής τεχνολογίας και της Τεχνητής Νοημοσύνης, ίσως δεν χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από ρεαλισμό και κοινή λογική. Διότι εάν δεν προχωρήσουμε σε τέτοιου είδους, εκ βάθρων αλλαγές, η υπαρξιακή απειλή για την Ελλάδα, η υπογεννητικότητα, θα έχει γίνει πλέον μια μη αναστρέψιμη πραγματικότητα.

Άρθρο μου στο liberal.gr – 18/09/2024