Η Νέα Δημοκρατία κατήγαγε νίκη αποστομωτική στις ευρωεκλογές και στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Γεγονός αδιαμφισβήτητο ακόμη και για κακοπροαίρετους.
Οι αγορές, ήδη από την επομένη, προεξόφλησαν νίκη της Νέας Δημοκρατίας και στις εθνικές εκλογές τις οποίες προκήρυξε ο πρωθυπουργός το ίδιο το βράδυ της ήττας.
Οι λόγοι της ευρείας νίκης της Νέας Δημοκρατίας είναι πολλοί και πλέον εμφανείς σε όλους τους συνετούς κι εχέφρονες ανά την επικράτεια.
Ο κυριότερος όλων είναι η ηθελημένη από τον ΣΥΡΙΖΑ διάλυση της μεσαίας τάξης. Όπως ανέφερε σε πρόσφατη έκθεσή του ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) ένα στα πέντε νοικοκυριά με μεσαίο εισόδημα αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να δαπανά περισσότερα από όσα κερδίζει.
Η κατατρεγμένη μεσαία τάξη είναι αυτή η οποία πλήρωσε το μάρμαρο στα τέσσερα χρόνια της δήθεν «αριστερής διακυβέρνησης» στην Ελλάδα. Η υπερχρέωση ήταν σαφώς μεγαλύτερη και συνειδητή κατά δήλωση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Γ. Χουλιαράκη στα μεσαία εισοδήματα από ότι ήταν στα χαμηλά ή στα υψηλά. Οι υψηλοί φόροι που αναγκάζονται να καταβάλλουν μισθωτοί και συνταξιούχοι τους έχουν απομυζήσει.
Η πολιτική του Αλέξη Τσίπρα τους τσάκισε. Κι αυτοί περίμεναν με υπομονή τη σειρά τους. Και ήταν φυσικά αμείλικτοι μπροστά στην κάλπη. Στην Ελλάδα, τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης είναι από τα χαμηλότερα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών του ΟΟΣΑ.
Οκτώ ολόκληρα χρόνια από τις αντιμνημονιακές εκδηλώσεις της Πλατείας Συντάγματος το 2011 φαίνεται ότι οι ψηφοφόροι πήραν την κατάσταση στα χέρια τους κι έγραψαν τους τίτλους τέλους στα όσα διαδραματίστηκαν. Η ρητορική που διαμορφώθηκε εκεί παρέδωσε το πνεύμα. Το ίδιο ελπίζουμε και ο ιδιότυπος αντιευρωπαϊσμός του ΣΥΡΙΖΑ.
Το γεγονός αυτό αποτελεί αναμφίβολα νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας καθώς την ίδια αυτή ώρα η Ευρώπη βλέπει με τρόμο την άνθηση λαϊκιστών κι εθνικιστών, γενικά ακραίων. Η ελληνική κοινωνία, πρώτη αυτή, δεν άντεξε άλλο την απαξίωση των θεσμών. Δεν μπόρεσε να υποφέρει τη νομιμοποίηση του χάους. Δεν ήταν δυνατόν να δεχθεί άλλο ότι ήταν φυσιολογική η καθημερινή συμβίωση με τον Ρουβίκωνα, με την ύπαρξη άβατου -τύπου Εξαρχείων-, με ένα πανεπιστημιακό άσυλο συνώνυμο της παρανομίας, με την απαξίωση και την παρακμή των πανεπιστημιακών χώρων και την ταυτόχρονη ατιμωρησία.
Με την ευρεία νίκη της Νέας Δημοκρατίας οι Έλληνες έδειξαν και στην Ευρώπη ότι η λαϊκιστική υπόσχεση, πολύ απλά διαψεύστηκε.
Δεν ήταν όμως μόνον αυτά. Ήταν και το Μάτι, μαζί με την αλαζονεία και τον «Πολακισμό». Τα όσα συνέβησαν στις ακτές της ανατολικής Αττικής ήταν η χαριστική βολή στον Τσίπρα και την στενή ομάδα που τον απαρτίζει. Η κυβέρνησή του αντιμετώπισε τους νεκρούς από την πυρκαγιά με αλαζονεία και αδιαφορία. Η κρατική μηχανή απεδείχθη ανεπαρκής. Όπως απεδείχθη αναχρονιστικός και ο απερίγραπτος τρόπος συμπεριφοράς του Πολάκη. Έχει τεράστιο μερίδιο ευθύνης στην κατάντια της δημόσιας πολιτικής ζωής…
Φυσικά ήταν και οι Πρέσπες
Ο ΣΥΡΙΖΑ αδιαφόρησε για το αίσθημα εκατομμυρίων Ελλήνων από την Μακεδονία έως την Κρήτη. Και το πλήρωσε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δεν πίστεψαν ότι ένας πολιτικός είναι ικανός να πείσει τους ψηφοφόρους πως μπορεί να εφαρμόσει μια πολιτική διαφορετική. Ότι μπορεί να πετύχει χωρίς να υπόσχεται πράγματα που η δημοσιονομική κατάσταση δεν του επιτρέπει. Και αυτό φάνηκε στην εντυπωσιακή μεταστροφή στη συμπεριφορά των ψηφοφόρων ιδίως των νέων και των συνταξιούχων.
Οι πρώτοι έδειξαν ότι εμπιστεύονται τον Κυριάκο Μητσοτάκη, έναν φιλελεύθερο και ρεαλιστή πολιτικό, για να τους δημιουργήσει ένα νέο αισιόδοξο περιβάλλον με προοπτικές προόδου στη χώρας τους ενώ οι συνταξιούχοι απεδείχθησαν σθεναροί στην επιλογή τους και δεν τους “τούμπαραν” παροχές της τελευταίας στιγμής του πρωθυπουργού.
Η Νέα Δημοκρατία κέρδισε με άνεση διότι οι επιλογές και η μεθοδικότητά του επιτελείου της έπεισαν. Κυρίως όμως έπεισε το γεγονός ότι δεν υπέκυψε στην μόνιμη προεκλογική καραμέλα όλων ανεξαιρέτως των ελληνικών κυβερνήσεων περί παροχών.
Μια νέα αντίληψη ευθύνης γεννιέται επιτέλους στην Ελλάδα.
Ο Χάρης Θεοχάρης είναι υποψήφιος βουλευτής με τη ΝΔ στο νότιο τομέα της Β’ Αθηνών