Το «ψυχρό» εορταστικό κλίμα των εορτών διαδέχεται ένα μάλλον θερμό πολιτικό σκηνικό.
Τα αδιέξοδα της κυβέρνησης πρέπει να θεωρούνται δεδομένα μιας και η ίδια με τις ενέργειές της ακυρώνει την όποια στρατηγική ενδεχομένως είχε χαράξει. Αυτό δε θα επέλθει, κατά τα φαινόμενα, με τη μη επίτευξη συμφωνίας αλλά με την ακύρωση των θετικών εξελίξεων στην οικονομία, εξελίξεων που έχουν κατά βάση προεξοφληθεί στον προϋπολογισμό του 2017.
Η ανικανότητα της κυβέρνησης όμως είναι καταγεγραμμένη πια. Αυτό που έχει σημασία, είναι να εξηγούμε τι πρέπει να γίνει για να βγούμε επιτέλους από το τέλμα, ένα τέλμα στο οποίο μας καταδικάζει η ιδεοληψία των δανειστών και η ανεπάρκεια του εγχώριου πολιτικού κατεστημένου.
Τι πρέπει να κάνουμε; Για να φθάσουμε σε αυτό, πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε τα κύρια προβλήματα που βιώνουμε.
Πρώτον, η απουσία επενδύσεων. Μεσομακροπρόθεσμα το πρόβλημα λύνεται με μια σειρά διαρθρωτικών παρεμβάσεων στη δικαιοσύνη, στη φορολογία και στο αδειοδοτικό περιβάλλον.
Βραχυπρόθεσμα όμως θα πρέπει να αυξηθούν άμεσα οι δημόσιες επενδύσεις και να ενεργοποιηθεί το εργαλείο των ιδιωτικοποιήσεων. Για το πρώτο χρειάζεται συμφωνία με τους δανειστές, ενώ το δεύτερο θα υλοποιείται σε χαμηλές τιμές όσο οι ρυθμοί ανάπτυξης δεν επιστρέφουν. Η συμφωνία με τους δανειστές θα φέρει την περιβόητη αλλαγή μείγματος οικονομικής πολιτικής.
Για να διαπραγματευτούμε αυτή τη σημαντική αλλαγή, θα πρέπει να δείξουμε θέληση να θίξουμε συμφέροντα και κατεστημένο. Όσο οι κυβερνήσεις ξεκινάνε διαπραγματεύσεις χωρίς να έχουν δώσει δείγματα γραφής στο εσωτερικό, θα είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Αυτός είναι εξάλλου και ο κύριος λόγος της αποτυχίας της «περήφανης διαπραγμάτευσης» ΣΥΡΙΖΑ.
Δεύτερον, ένα πτωχευμένο τραπεζικό σύστημα. Παρακολουθούμε τράπεζες με διοικητική κρίση για πάνω από ένα έτος. Η κυβέρνηση πρέπει να αφήσει απερίσπαστη την ΤτΕ και τις τράπεζες με το ΤΧΣ να ολοκληρώσουν τη διαδικασία αλλά συγχρόνως να πιέζει για τη γρήγορη ολοκλήρωσή της που είναι ζωτική για την οικονομία. Χωρίς νομισματική πολιτική από το 2002 και με χαμένη τη δημοσιονομική πολιτική λόγω μνημονίων, δεν έχουμε τη δυνατότητα να παραμείνουμε χωρίς πιστωτική πολιτική για άλλο χρονικό διάστημα.
Τα κόκκινα δάνεια είναι κομβικά σε αυτή τη συλλογιστική. Έχω από καιρό προτείνει τη δημιουργία «κακής τράπεζας» για τα μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια και στοχευμένες δράσεις απομείωσης του βάρους των στεγαστικών.
Χωρίς αυτές τις αλλαγές το κούρεμα θα επικρέμαται στο μυαλό όλων και τα χρήματα δε θα γυρίζουν από το πάπλωμα.
Τρίτον, το μεγάλο εσωτερικό χρέος επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Η πρότασή μου για ένα πρόγραμμα διάσωσης μικρομεσαίων, με αντάλλαγμα την πλήρη τήρηση της νομιμότητας και την αναβάθμιση των ελεγκτικών δυνατοτήτων για ζητήματα εργασίας και φοροδιαφυγής, θα έδινε λύση στο μεγάλο αυτό ζήτημα.
Τέταρτον, την αντιπαραγωγική δομή του δημοσίου. Ριζική αναδιοργάνωση με σύστημα αξιολόγησης που θα στηρίζεται στη δυναμικότητα και τις γνώσεις των δημοσίων υπαλλήλων είναι αναγκαία. Η μονιμότητα, αυτό το μεγάλο «δώρο» της κοινωνίας προς τους δημοσίους υπαλλήλους, πρέπει να ανταποδίδεται με το ενεργό ενδιαφέρον των υπαλλήλων για τη βελτίωση της υπηρεσίας τους.
Πέμπτον, η διαφθορά. Το ζήτημα είναι πολύπλοκο και χρειάζεται συντονισμένες δράσεις σε 6 τομείς για να μπορέσουμε να θεσπίσουμε το πλαίσιο που θα την μειώσει αποτελεσματικά. Απαιτείται ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, ανεξαρτησία του τύπου, μείωση της γραφειοκρατίας, διαφάνεια στον προϋπολογισμό, άνοιγμα εμπορίου και αγορών και καθολική πρόσβαση στο διαδίκτυο.
Έκτον, η υπογεννητικότητα. Η χώρα πρέπει να επενδύσει στο μέλλον της. Δράσεις για τη στήριξη της οικογένειας, για την αντιστροφή του brain drain και επενδύσεις στη παιδεία είναι αναγκαίες αν θέλουμε να διασφαλίσουμε το μέλλον της χώρας μας.
Η χώρα μας δεν είναι μια κανονική προηγμένη χώρα. Οι προϋπολογισμοί μας, συγκρινόμενοι με αυτούς των χωρών του Ο.Ο.Σ.Α. το αποδεικνύουν. Πρόσφατο άρθρο του Γιώργου Στρατόπουλου ανέδειξε τις παθογένειες. Σταχυολογώ μερικές ανισορροπίες που πρέπει να διορθώσουμε.
Οι δαπάνες του προϋπολογισμού για τη στήριξη των ανέργων αντιστοιχούν στο 0,7% του ΑΕΠ όταν ο μέσος όρος στην ευρωζώνη είναι 1,8%. Αυτό σε μια χώρα όπου η ανεργία είναι στο 23%.
Οι δαπάνες για την στήριξη της οικογένειας αντιστοιχούν στο 0,7% του ΑΕΠ με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης να βρίσκεται στο 1,7%.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στις κοινωνικές δαπάνες πλην συντάξεων γήρατος όπου ο προϋπολογισμός δαπανά το 1,5% του ΑΕΠ, όταν στην ευρωζώνη δαπανάται το 4,8% του ΑΕΠ.
Οι δαπάνες για την Υγεία και τη Β’ βάθμια εκπαίδευση ανέρχονται στο 4,7% και 1,3% του ΑΕΠ με τις αντίστοιχες μέσες τιμές της Ευρωζώνης να ανέρχονται στο 7,3% και 1,9%.
Τέλος, χαρακτηριστικό του νεοελληνικού παραλογισμού, του σπάταλου και αναποτελεσματικού κράτους είναι και το γεγονός πως την ίδια στιγμή που το κοινωνικό κράτος προσφέρει χείριστες υπηρεσίες στους πολίτες του, οι δαπάνες γενικών υπηρεσιών είναι υπερ-τριπλάσιες του ευρωπαϊκού μέσου (3,7% σε σχέση με 1,1%).
Η υπεραπόδοση των εσόδων κατά τους τελευταίους μήνες από την αφαίμαξη των πολιτών έφερε χαμόγελα στην κυβέρνηση. Σύντομα όμως θα διαφανεί η κόπωση των πολιτών από την υπερφορολόγηση και η ευφορία θα χαθεί. Και τότε η κυβέρνηση θα βρεθεί μπροστά σε ένα μεγάλο αδιέξοδο.
Γιατί τα ημίμετρα και τα τσιρότα που εφαρμόσαμε έως σήμερα δε βελτίωσαν την κατάσταση της χώρας, δε βελτίωσαν τη ζωή των πολιτών.
Η χώρα χρειάζεται τομές. Η χώρα χρειάζεται ρήξεις. Η χώρα χρειάζεται αλλαγές. Και τις χρειάζεται τώρα.